Στη διάρκεια του Τουρκικού ζυγού το χωριό όπως και όλος ο Ελληνισμός υπέφερε από την Οθωμανική τυραννία και έχουν διασωθεί δύο χαρακτηριστικά συμβάντα εκείνης της εποχής που ανάγλυφα δείχνουν το ανυπότακτο φρόνημα των τότε κατοίκων του χωριού :
Πριν την επανάσταση του 1821 το χωριό Ψάρι βρισκόταν στην τοποθεσία που και σήμερα ονομάζουμε χαρακτηριστικά «παλιοχώρι» δυτικά του σημερινού. Πασάς της Κορίνθου ήταν –πιθανόν- ο πατέρας του Κιαμήλ Μπέη. Κατά τη γέννηση ενός αρσενικού παιδιού του, διέταξε όλα τα χωριά της περιοχής του να του φέρουν για το γλέντι της γέννησης, από πέντε κριάρια το κάθε χωριό σε πέντε ημέρες το αργότερο. Οι Ψαραίοι μη αντέχοντας και αυτή την απαίτηση του Τούρκου, αποφάσισαν την τέταρτη ημέρα και έστειλαν τρία νέα παλικάρια από το Ψάρι, να πάνε να κλέψουν την νύχτα από την μάντρα που είχαν συγκεντρώσει οι Τούρκοι τα κριάρια των άλλων χωριών, τα πέντε κριάρια που «όφειλαν». Τα κατάφεραν, έκλεψαν τα πέντε κριάρια τα έκρυψαν όλη τη νύχτα και την άλλη ημέρα παρουσιάστηκαν στον Πασά φέρνοντας τα «δώρα». Για κακή τους όμως τύχη ένα από τα κριάρια ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμο και τόσο χαρακτηριστικό που οι Τούρκοι που εν τω μεταξύ είχαν αντιληφθεί την κλοπή, το αναγνώρισαν
και αυτό είχε σαν συνέπεια, οι Τούρκοι να καταστρέψουν το χωριό και πολλοί κάτοικοι να αναγκαστούν να φύγουν από την περιοχή και να εγκατασταθούν στο Ψάρι Ηραίας στην Αρκαδία σε ανάμνηση του παλαιού χωριού τους. Δεύτερο συμβάν όπως αναφέρεται στη λαογραφία του χωριού μας και μάλιστα ο συγχωρεμένος μπάρμπα- Αγησίλαος Δ. Αναστασίου διέσωσε και τα ονόματα των πρωταγωνιστών είναι η αρπαγή μιας παντρεμένης γυναίκας από το Ψάρι από κάποιον Τούρκο Αγά: Όργωνε στην περιοχή «Λαιμός» προς τον Ασπρόκαμπο ο Γιώργης Σαραντόπουλος και βλέπει
να πλησιάζουν τρέχοντας δυο τρείς Ψαραίοι και να του φωνάζουν ότι ένας Τούρκος Αγάς έκλεψε τη γυναίκα του την Βασίλω. Την έβαλε στα καπούλια του αλόγου του και έφυγε κατά τον Αη Γιώργη (Νεμέα). Ξεζεύει τ’ άλογο ο Γιώργης, παρατάει το αλέτρι και παίρνει στο κατόπι τον Τούρκο. Από κοντά και η σκυλίτσα του η Ζεμπρίνα. Με δύο άτομα το άλογο του Αγά δεν έφευγε γρήγορα, σαν τον άνεμο έτρεχε τ’ άλογο του Γιώργη, κοντά στον ξερόκαμπο της Νεμέας κάτω
από την Παναγιά του Βράχου τους πρόλαβε. Ο Τούρκος τράβηξε το κουμπούρι αλλά για καλή τύχη του Γιώργη αστόχησε. Ζυγώνουνε και αρπάζονται στα χέρια, θεριά κι οι δυό, παλεύανε ώρα πολλή. Καμιά φορά ρίχνει κάτω τον Αγά ο Γιώργης και ετοιμάζεται να τον καθαρίσει με το τσεκούρι. Μπαίνει στη μέση όμως η γυναίκα του και του πιάνει το χέρι και προλαβαίνει ο Τούρκος και σηκώνεται και τραβάει το γιαταγάνι του. Πρίν όμως προλάβει να σφάξει το Γιώργη
η Ζεμπρίνα ορμάει πάνω του και τον δαγκώνει στο πόδι. Ο Γιώργης που εν τω μεταξύ έχει πάρει πάλι το τσεκούρι στο χέρι χιμάει πάνω στον Αγά και τον αποκεφαλίζει. Κανένας δεν έμαθε ποτέ αν η Βασίλω μπήκε στη μέση για να γλυτώσει τον Αγά ή το έκανε φοβούμενη ότι αν ο άντρας της τον σκότωνε, θα είχαν αντίποινα από τους Τούρκους…
Μετά τα δεινά των Τούρκων το Ψάρι όπως και η περισσότερη Πελοπόννησος, υπέστη και τα δεινά του κατά το έτος 1824 εμφυλίου πολέμου. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι τον Δεκέμβρη αυτού του έτους, οι κυβερνητικοί Νάκος Πανουργιάς και Γεώργιος Διοβουνιώτης με το στρατό τους, βρισκόντουσαν στο αντικυβερνητικό Ψάρι προς «επιβολή της έννομης τάξης». Είχε προηγηθεί ο καπετάν Γιάννης Γκούρας ο οποίος την 1/12/1824 πέρασε από το Ψάρι και το καταλήστευσε, όπως προκύπτει από παράπονα των προεστών του χωριού προς την Κυβέρνηση. Ο Μπαρμπα Γιάννης ο Μακρυγιάννης γράφει στα απομνημονεύματά του για μια έγκυο γυναίκα στη Ντούσια (Κεφαλάρι) που αναγκάστηκε να φύγει από το κυνήγημα των κυβερνητικών με το παιδί μισογεννημένο και πέθανε στη χιονισμένη Τζήρια (Κυλλήνη). Όλα καλά τα ‘γραψε ο Μπάρμπα-Γιάννης. Ξέχασε όμως ένα βασικό … Επικεφαλής αυτών που κυνηγούσαν εγκύους και μικρά παιδιά στο Ψάρι, την Ντούσια και τ’ άλλα χωριά της Στυμφαλίας ήταν ο ίδιος… με τις οδηγίες βέβαια του μεγάλου «πατριώτη» Κωλέττη… Αφού πέρασαν κι αυτά – όπως όλα στη ζωή τα σπρώχνει ο χρόνος- κατέφτασε ο Ιμπραήμ. Τρείς μέρες πολέμαγε ο Ιμπραήμ τις σπηλιές των Αγίων Θεοδώρων στο Ψάρι και το Καλιάνι για να κάψει τους κλεισμένους μέσα κατοίκους των δύο χωριών. Ο ίδιος στεκόταν «αντίκρυ του βράχου κατάκαμπα» όπως χαρακτηριστικά γράφει ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, Φωτάκος και με ουρλιαχτά παρότρυνε το ασκέρι του. Δεν κατάφερε τίποτα εξ’ αιτίας της σθεναρής αντίστασης των κατοίκων και ξέσπασε την οργή του, στα σπίτια του Ψαρίου και στα σιτάρια του κάμπου… ΄Ηταν Ιούνιος του 1826. Επιτέλους όμως ήρθε η ΛΕΥΤΕΡΙΑ… ΄Ετσι τον Δεκέμβρη του 1828 ανοίγει για πρώτη φορά Σχολείο στο Ψάρι. Πρώτος διδάσκαλος ο Νικόλαος Μπουλούκος.Το Ψάρι έζησε έκτοτε έναν αιώνα ελευθερίας και καθημερινής προσπάθειας για επιβίωση.
http://www.psarikorinthias.gr/index.asp