Τρίτη 1 Μαρτίου 2011
Σήραγγες της Αττικης Οδού στην θέση ΜΑΥΡΗ ΩΡΑ στον Ασπρόπυργο.
Η θέση Μαύρη Ώρα οφείλει την ονομασία της στο γεγονός ότι ήταν τόπος εκτελέσεως στην Γερμανική κατοχή। Δεν είναι μόνο τα Καλάβρυτα και το Δίστομο, όπου οι βάρβαροι Γερμανοί έκαναν εγκλήματα। Όλη η χώρα είναι βαμμένη με αίμα αθώων ।Τώρα δε, μας ξανακάνουν πόλεμο οικονομικό। Τα ίδια αποτελέσματα θα έχει κι αυτός . Τις υποθήκες του μνημονίου θα τις πληρώσουμε και θα τις εξαργυρώσουμε πάλι με το αίμα μας।
Φτάνει με την «τηλεδημοκρατία», έλεος
http://ideopigi.blogspot.com/
Ρατσιστής δεν ήμουν ούτε έγινα, αλλά με ποιούς θα ζω και θα έχω στην χώρα μου, μπορώ να έχω άποψη και να την λέω.
Ο χειμώνας με βρίσκει τρίτο μηχανικό σε γκαζάδικο πρωτάρη και με δύσκολη βάρδια 12-4.Πλησιάζουμε τις ΗΠΑ να φορτώσουμε και νυχθημερόν οι ναύτες πλένουν τα αμπάρια.Η προσοχή μου αυξημένη, λόγω των βοηθητικών μηχανημάτων που δουλεύουν όλα και της αυξημένης ζήτησης ατμού που χρειαζόταν στα αμπάρια μια και τα έπλεναν. Στα χειριστήρια που ήμουν ακούω έναν θόρυβο και αρχίζω να ψάχνω από πού προέρχεται. Βρίσκω το ιππάριο τροφοδοσίας νερού στα καζάνια να είναι ξεπιασμένο και να κινδυνεύουν να καταρρεύσουν όλα. Αποκαθιστώ και λέω στον θερμαστή να προσέχει .Γυρνώ και πάω προς την θέση μου, στα χειριστήρια, όταν δέχομαι χτύπημα στην πλάτη , πέφτω πάνω στους σωλήνες ατμού και τσουρουφλίζομαι. Ο λαδάς που έκανε βάρδια και αυτός μαζί μας, Σύριος, έχει αρπάξει τον Σομαλό θερμαστή που κρατά με τα δυο του χέρια ένα τεράστιο γατζόκλιδο να μην με ξαναχτυπήσει .Τρέχω στα χειριστήρια να πιάσω το τηλέφωνο όταν δέχομαι δεύτερο χτύπημα, καταφέρνω να σηκωθώ , αρπάζομαι με τον Σομαλό ,γινόμαστε ένα μάτσο κουβάρι ,τον κρατώ σφικτά να μην μπορεί να με κτυπήσει με το κλειδί, πέφτουμε στις σεντίνες και τελικά μετά από μερικά λεπτά βλέπω σχεδόν όλο το πλήρωμα να έχει κατέβει κάτω, μας χωρίζουν και αρχίζω να τα ακούω από τον β μηχανικό, ότι δεν έπρεπε να συμπεριφερθώ έτσι. Μέχρι να του εξηγήσει ο λαδάς είδα και έπαθα. Ο γραμματικός που κάνει και χρέη γιατρού, την άλλη μέρα με πληροφορεί, ότι το ένα δάκτυλο από το δεξί χέρι του Σομαλού έχει σχεδόν αποκολληθεί και είναι κακοφορμισμένο. Στην νέα Ορλεάνη που φτάνουμε πάνε τον θερμαστή στο νοσοκομείο ,μετά από δυο ώρες κάτω στην σκάλα έχουν έρθει με πλακάτ διάφοροι και ζητούν να δικαστώ στην πολιτεία .Η Σωτηρία μου ήρθε με τον αρχικαπετάνιο της εταιρίας τον καπταναποστόλη που ανέβηκε στο πλοίο μας και έμαθε τα καθέκαστα .Λέει στον καπετάνιο ,δεν θα βγει ο τρίτος για κανένα λόγο έξω Πάρε τηλέφωνο τον ατζέντη να έρθει να με πάρει. Πήγε έξω βρήκε δικηγόρους, τηλεφώνησε στο γραφείο, ενεργοποίησε τους πάντες και τη γλύτωσα. Μετά από δύο χρόνια, ξανασυναντήθηκα μαζί του και έχοντας χρόνο τον ρώτησα πως με υπερασπίστηκε με τόση θέρμη. Η απάντηση του ήταν η εξής: Νίκο μου, προ ενός μηνός πριν έρθω στην νέα Ορλεάνη, είχα και εγώ δεχτεί επίθεση από Σομαλό χωρίς λόγο, στο {Παναγία}, όταν είχα πάει και έμεινα να το επιθεωρήσω πέντε μέρες ,στον ώμο έχω δέκα ράμματα .Πως να μην σε πίστευα? Ρατσιστής δεν ήμουν ούτε έγινα, αλλά με ποιούς θα ζω και θα έχω στην χώρα μου, μπορώ να έχω άποψη και να την λέω.
H ιστορία της ''Ψωροκώσταινας'
Στην εποχή που κυβερνούσε την Ελλάδα ο Καποδίστριας ζούσε στο Ναύπλιο μια ζητιάνα, που την έλεγαν «Ψωροκώσταινα».
Σε μια λοιπόν συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος θέλοντας να πει για τη φτώχεια του Ελληνικού Δημοσίου το παρομοίασε με την πασίγνωστη ζητιάνα.
Από τότε η λέξη επαναλήφθηκε στις συζητήσεις και τελικά επικράτησε. Μόνο που, όταν λέγεται τώρα δεν εννοεί το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά ολόκληρη την χώρα…
Η όλη ιστορία της Ψωροκώσταινας (Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα» τεύχος 13) είναι η εξής: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι», είπε περήφανα η γριά πλύστρα Χατζηκώσταινα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι που είχε στήσει στην πλατεία του Ναυπλίου η ερανική επιτροπή, εκείνη την Κυριακή του 1826.
Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της.»
Κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή έπεφταν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η συνέχεια της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή αποθανατίστηκε με το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα». Και το παρανόμι αυτό κόλλησε έπειτα στην Ελλάδα.
Αλλά, ποιά ήταν αυτή η «Ψωροκώσταινα»; Ήταν η κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών, του Αϊβαλιού, Πανωραία Χατζηκώστα, σύζυγος πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου, που φημιζότανε όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, μα και για τα πολλά δικά της κι ακόμα για την ομορφιά της.
Όταν αργότερα οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πολιτεία του Αϊβαλί, και έσφαξαν άνδρες και γυναικόπαιδα, ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν ήταν και η αρχόντισσα Πανωραία Χατζηκώστα, που είδε να σφάζουν οι Τούρκοι τον άνδρα της και τα παιδιά της. Κατά καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασε σε ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά.
Εκεί αναγνωρίστηκε από τον ομοιοπαθή της Βενιαμίν τον Λέσβιο, την προστάτεψε και τον ακολούθησε στην Πελοπόννησο. Στο Ναύπλιο, ο Βενιαμίν παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει και η Πανωραία, για να ζήσει, άρχισε να ξενοπλένει και αργότερα, με σαλεμένα σχεδόν τα λογικά της, ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου.
Έπειτα από το περιστατικό του εράνου στο Ναύπλιο, όταν έφτασε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα, τη συμμάζεψε κι όταν ίδρυσε το ορφανοτροφείο, η Πανωραία, που τώρα έγινε γνωστή με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα», προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά πληρωμή।
kalami