Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΚΟΥΤΕ;;;Αυτά που κάνετε δεν τα κάνουν οι ελεύθεροι άνθρωποι. Μιμείσθε τα κακουργήματα και τις πρόστυχες πράξεις των τυράννων

Η Μεγιστώ από την Ηλεία έμεινε στην ιστορία σαν μία από τις γενναιότερες γυναίκες στον κόσμο. Όταν ο τύραννος, ακούγοντας τα λόγια της, άναψε από το θυμό του, αυτή στεκόταν ατάραχη επί κεφαλής όλων των γυναικών. Τότε ο τύραννος πεισμωμένος πρόσταξε να φέρουν το παιδί της για να το σφάξει μπροστά της. Ενώ το ζητούσαν οι δούλοι ανάμεσα στα άλλα παιδιά που έπαιζαν στην αυλή, η Μεγιστώ το είδε από το παράθυρο και το φώναξε και του είπε: «Έλα εδώ παιδί μου, να γλυτώσεις από την πικρή τυραννία πριν αποκτήσεις τη συναίσθησή της και πριν καταλάβεις την πίκρα της, διότι σε μένα είναι πιο βαρύ να σε δω άτιμο δούλο παρά νεκρό».

Ο Αριστότιμος τότε, αναμμένος, άρπαξε το παιδί, και τράβηξε το μαχαίρι. Τη στιγμή που πήγε να το κατεβάσει στο κεφαλάκι του και να το κατασπαράξει μπροστά στη μάννα του, που στεκόταν ατάραχη σαν να μη συνέβαινε τίποτα, κάποιος Κύλων έβαλε το χέρι του και σταμάτησε το μαχαίρι, λέγοντας στον τύραννο πως αυτό που κάνει είναι βάρβαρο και γυναικίστικο και δεν ταιριάζει σε έναν ηγεμόνα που είναι αληθινός άντρας και ξέρει να κυβερνά άφοβα και καλά. Με αυτά τα λόγια συνήλθε ο Αριστότιμος από την κτηνωδία του και απομακρύνθηκε ντροπιασμένος.

Από τις τύψεις του, ο Αριστότιμος, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ένας αετός πέρασε πάνω από το σπίτι του και έριξε μία μεγάλη πέτρα ακριβώς στο δωμάτιο που κοιμόταν. Ο τύραννος ταράχτηκε. Τον κυνηγούσε η γενναία πράξη της Μεγιστούς. Φώναξε τον μάντη του και αυτός, για να τον καθησυχάσει, του είπε πως ο Δίας έστειλε τον αετό για να τον ξυπνήσει και να τον ενθαρρύνει. Μα του κάκου. Την αυγή ξέσπασε το κακό.

Ο σκοτωμένος γιός του Ελλάνικου παρουσιάστηκε στον ύπνο του πατέρα του και του είπε: «Τι έπαθες, πατέρα, και κοιμάσαι; Αύριο πρέπει να πέσει ο τύραννος και να γίνεις εσύ ελευθερωτής της πόλης μας.» Τότε σηκώθηκε ο γέρος και τράβηξε στην αγορά. «Τι κάθεστε», φώναξε σε όλους τους πολίτες, «τι κάθεστε ώ γενναίοι; Ωραίο είναι το θέατρο να αγωνιστείτε μέσα στην πατρίδα σας». Ο Αριστότιμος βλέποντας την αναταραχή, τα έχασε και κρύφτηκε στο ναό του Δία. Εκεί τον βρήκαν και τον πήραν για να τον κρεμάσουν μέσα στην αγορά.

Η Μεγιστώ έδειξε το μεγαλείο της και τη στιγμή που το μαινόμενο πλήθος έπεσε στο σπίτι του τυράννου και ζητούσε να κατασπαράξει τη γυναίκα του και τις κόρες του, σήκωσε τα χέρια της και είπε τα υπέροχα αυτά λόγια. « Αυτά που κάνετε δεν τα κάνουν οι ελεύθεροι άνθρωποι. Μιμείσθε τα κακουργήματα και τις πρόστυχες πράξεις των τυράννων». Τότε ο όχλος συνήλθε, άφησε τις γυναίκες και αποφάσισε να τις βάλει να αυτοκτονήσουν μόνες τους, χωρίς καμία βία η διαπόμπευση.

Στο θάνατο πηγαίνουν οι τιμημένοι ΤΙΜΟΚΛΕΙΑ



Σαν πέθανε ο Θεαγένης πέρασε καιρός και η μονάκριβη αδελφή του, η Τιμόκλεια καθόταν ως ιέρεια στο σπίτι και ζούσε με την θύμηση του ηρωικού αδελφού της। Όταν όμως ο Αλέξανδρος νίκησε τους Θηβαίους και χύθηκαν οι Μακεδόνες σε όλη την πόλη, ένας αξιωματικός πήγε και εγκαταστάθηκε στο σπίτι της Τιμόκλειας και την είχε σαν σκλάβα του και την τυραννούσε και καθημερινά έβριζε τον αδελφό της, που κατέστρεψε τόσους συμπατριώτες του। Μία βραδιά, σαν τρελός από το μεθύσι πήρε το μαχαίρι και ζητούσε να την σκοτώσει διότι τον περιφρονούσε σαν να ήταν τιποτένιος। Με το μαχαίρι στο χέρι της ζητούσε να του πει που είχε κρυμμένα τα στολίδια της και τα κειμήλια του σπιτιού, διότι είχε μάθει πως ήταν αρχοντόσπιτο και είχε πολλούς θησαυρούς। Ανυπεράσπιστη και άοπλη η ορφανή κοπέλα δεν άντεξε πια και σκέφτηκε να τον ξεκάνει και να αποκαταστήσει την μνήμη του αδελφού της। Έτσι την στιγμή που την φοβέριζε ο αξιωματικός, του είπε: Ναι, σου ανήκουν όλα, αφού πια τίποτα δεν μας έμεινε σε αυτή τη ζωή। Είχαμε πολλά κοσμήματα και χρυσά και αργυρά ποτήρια και νομίσματα αξίας। Όταν όμως έπεφτε η αγαπημένη Θήβα, είπα στις δούλες να τα μαζέψουν όλα και κατεβήκαμε βαθιά μέσα στο στερεμένο πηγάδι της αυλής μας και τα κρύψαμε, χωρίς να το μάθει κανείς.... Ο Μακεδόνας αξιωματικός τα άκουσε αυτά και ζήτησε να πάνε αμέσως στο πηγάδι να τα ξεθάψουν, χωρίς να λογαριάζει, ο χρυσολάτρης, ούτε τη νύχτα ούτε τον κίνδυνο। Η Τιμόκλεια δέχθηκε αμέσως τον πήγε στο πηγάδι, άνοιξε το σκέπασμα και τον κατέβασε, και αυτή από πάνω με το δαυλό του έδειχνε δήθεν την κρυψώνα, που ήταν ανύπαρκτη। Όταν βεβαιώθηκε πως ο βάρβαρος έφτασε στον πάτο και άρχισε να σκάβει, μαζί με τις δούλες της έρριξε μεγάλα πιθάρια και αφού τον κατακομμάτιασε τον παράχωσε। Στις άγριες και απειλητικές φωνές του από το βάθος, απαντούσε στερεότυπα: Έτσι πεθαίνουν όσοι ζητούν να αρπάξουν τους θησαυρούς των ανθρώπων। Συμβολική φράση μεγάλης σημασίας, που δεν σήμαινε μόνο τους υλικούς θησαυρούς, αλλά και τους ηθικούς, που σαν ιέρεια τους φύλαγε και τους τιμούσε κατάβαθα στην ψυχή της η Τιμόκλεια, στέκοντας στο ύψος του ηρωικού αδελφού της και στην περιωπή των οικογενειακών της παραδόσεων। Ο Μέγας Αλέξανδρος έμαθε το έγκλημα της ΤιμόκλειαςΈχασε τον καλύτερο αξιωματικό του, που ήταν θρακικής καταγωγής- για αυτό και είχε τόση βαρβαρότητα, έλεγαν- και είχε στην εξουσία του το πιο γενναίο ιππικό। Η Τιμόκλεια παρουσιάστηκε ατάραχη μπροστά στο Αλέξανδρο। Όταν αυτός είδε τα αυστηρά της χαρακτηριστικά του προσώπου της, το σοβαρό και αργό περπάτημά της, την άφθαστη αξιοπρέπεια και την ευγένειά της, την ρώτησε γιατί έκανε το έγκλημα। Και αυτή του είπε: Είμαι αδελφή του του Θεαγένη, του μεγάλου στρατηγού, που πολεμώντας εναντίων σας στην Χαιρώνεια σκοτώθηκε ηρωικά στη μάχη, για να μην πέσουμε εμείς, οι συγγενείς και οι πατριώτες του, σε εξευτελισμό। Επειδή δε, έχουμε δοκιμάσει πολλά, ανάξια της καταγωγής και της ανατροφής μας, δεν φοβόμαστε τον θάνατο, διότι προτιμότερος είναι αυτός, από τα όσα άκουσα και έπαθα από τον βάρβαρο αξιωματικό σου μέσα στο τιμημένο σπίτι μου। Η Τιμόκλεια η Θηβαία μιλώντας στον Μέγα Αλέξανδρο είπε το περιβόητο: ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΤΙΜΗΜΕΝΟΙ। Καθώς μιλούσε, οι παρισταμένοι Μακεδόνες δάκρυζαν και σφούγγιζαν τα μάτια τους। Ο Αλέξανδρος όμως έμεινε ασυγκίνητος, όχι διότι δεν του έκαναν εντύπωση τα λόγια και η γενναία πράξη της ευγενικής Θηβαίας, αλλά διότι το έργο της ήταν ανώτερο οίκτου, ηρωικό και μεγαλόψυχο। Αμέσως παρήγγειλε να την προστατεύσουν από κάθε κακό και να την αφήσουν ελεύθερη, και αυτή και όλη την ένδοξη γενιά της, και να προσέχουν να μην συμβεί παρόμοιο κακό σε κανένα άλλο σπίτι। Η Τιμόκλεια ήταν αντάξια του αδελφού της και τιμήθηκε πολύ για την πράξη της.