Η Μεγιστώ από την Ηλεία έμεινε στην ιστορία σαν μία από τις γενναιότερες γυναίκες στον κόσμο. Όταν ο τύραννος, ακούγοντας τα λόγια της, άναψε από το θυμό του, αυτή στεκόταν ατάραχη επί κεφαλής όλων των γυναικών. Τότε ο τύραννος πεισμωμένος πρόσταξε να φέρουν το παιδί της για να το σφάξει μπροστά της. Ενώ το ζητούσαν οι δούλοι ανάμεσα στα άλλα παιδιά που έπαιζαν στην αυλή, η Μεγιστώ το είδε από το παράθυρο και το φώναξε και του είπε: «Έλα εδώ παιδί μου, να γλυτώσεις από την πικρή τυραννία πριν αποκτήσεις τη συναίσθησή της και πριν καταλάβεις την πίκρα της, διότι σε μένα είναι πιο βαρύ να σε δω άτιμο δούλο παρά νεκρό».
Ο Αριστότιμος τότε, αναμμένος, άρπαξε το παιδί, και τράβηξε το μαχαίρι. Τη στιγμή που πήγε να το κατεβάσει στο κεφαλάκι του και να το κατασπαράξει μπροστά στη μάννα του, που στεκόταν ατάραχη σαν να μη συνέβαινε τίποτα, κάποιος Κύλων έβαλε το χέρι του και σταμάτησε το μαχαίρι, λέγοντας στον τύραννο πως αυτό που κάνει είναι βάρβαρο και γυναικίστικο και δεν ταιριάζει σε έναν ηγεμόνα που είναι αληθινός άντρας και ξέρει να κυβερνά άφοβα και καλά. Με αυτά τα λόγια συνήλθε ο Αριστότιμος από την κτηνωδία του και απομακρύνθηκε ντροπιασμένος.
Από τις τύψεις του, ο Αριστότιμος, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ένας αετός πέρασε πάνω από το σπίτι του και έριξε μία μεγάλη πέτρα ακριβώς στο δωμάτιο που κοιμόταν. Ο τύραννος ταράχτηκε. Τον κυνηγούσε η γενναία πράξη της Μεγιστούς. Φώναξε τον μάντη του και αυτός, για να τον καθησυχάσει, του είπε πως ο Δίας έστειλε τον αετό για να τον ξυπνήσει και να τον ενθαρρύνει. Μα του κάκου. Την αυγή ξέσπασε το κακό.
Ο σκοτωμένος γιός του Ελλάνικου παρουσιάστηκε στον ύπνο του πατέρα του και του είπε: «Τι έπαθες, πατέρα, και κοιμάσαι; Αύριο πρέπει να πέσει ο τύραννος και να γίνεις εσύ ελευθερωτής της πόλης μας.» Τότε σηκώθηκε ο γέρος και τράβηξε στην αγορά. «Τι κάθεστε», φώναξε σε όλους τους πολίτες, «τι κάθεστε ώ γενναίοι; Ωραίο είναι το θέατρο να αγωνιστείτε μέσα στην πατρίδα σας». Ο Αριστότιμος βλέποντας την αναταραχή, τα έχασε και κρύφτηκε στο ναό του Δία. Εκεί τον βρήκαν και τον πήραν για να τον κρεμάσουν μέσα στην αγορά.
Η Μεγιστώ έδειξε το μεγαλείο της και τη στιγμή που το μαινόμενο πλήθος έπεσε στο σπίτι του τυράννου και ζητούσε να κατασπαράξει τη γυναίκα του και τις κόρες του, σήκωσε τα χέρια της και είπε τα υπέροχα αυτά λόγια. « Αυτά που κάνετε δεν τα κάνουν οι ελεύθεροι άνθρωποι. Μιμείσθε τα κακουργήματα και τις πρόστυχες πράξεις των τυράννων». Τότε ο όχλος συνήλθε, άφησε τις γυναίκες και αποφάσισε να τις βάλει να αυτοκτονήσουν μόνες τους, χωρίς καμία βία η διαπόμπευση.