Χειμώνας , το κρύο βγαίνοντας από το Τζάνειο νοσοκομείο με έκανε να πονώ φοβερά στις παλάμες των χεριών μου. Ενθύμιο του βαρύ Δεκεμβρίου του 1941 όταν από τότε άρχισα να φροντίζω παιδούλα 11 ετών ολόκληρη την οικογένεια μου. Η μητέρα μου λεχώνα, με την μικρότερη αδελφή μου να κλαίει συνεχώς, και από την ασητεία να μην έχει στο στήθος της γάλα, να κοιτάζει το μωρό με βλέμμα χαμένο, απλανές. Η Ειρήνη η άλλη αδελφή μου 4 ετών έμπαινε μονίμως κάτω από το κρεβάτι και έβγαινε όταν σκοτείνιαζε φοβόταν και με το δάκτυλο στο στόμα απομονώταν. Έπρεπε να φωνάξεις πολλές φορές το όνομα της και να έβλεπε το χέρι, το δικό μου για να βγει από την κρυψώνα της. Ο πατέρας μου με πρησμένα πόδια τύμπανο να ψάχνει για δουλειά, και όταν έβρισκε, κάνοντας διάφορα άνοιγε με δύναμη την πόρτα να τρέξει φωνάζοντας «Ελένη Ελένη σας έφερα φαί σήκω», αν δεν είχε βρει μεροκάματο καθόταν στην αυλή με τον γάτο του και δεν του έπαιρνες κουβέντα. Ο γάτος τον συνόδευε σχεδόν παντού, τον είχαμε από το σπίτι μας στο Πειραιά και τον επήραμε μαζί όταν ήρθαμε στο Περιστέρι, κατόπιν επιθυμίας του πατέρα να μετακομίσουμε το συντομότερο δυνατόν γιατί προέβλεπε ότι το λιμάνι θα βομβαρδιζόταν όπως και έγινε. Δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στους συμμάχους και έλεγε διάφορα για αυτούς, είχε περάσει πάρα πολλά μέχρι να έρθει από τον Πόντο το1922. Η όλη του περιουσία όταν πάτησε στο λιμάνι του Πειραιά ήταν τα βιβλία του, πάρα πολλά ,που τώρα τα καίγαμε για προσανάμματα και ένα τεράστιο μαγκάλι μπρούτζινο με τρία πόδια. Ήταν τόσο τεράστιο που έκανε για όλες τις δουλειές ,εκεί μαγειρεύαμε, εκεί ζεσταίναμε νερό και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς ήταν στο πόλεμο η κουζίνα μας. Στον Πειραιά, το μαγκάλι,δεν το είχα δει ποτέ , είχαμε την σειρά μας. Ο πατέρας μου δούλευε αρχιεργάτης στα νταμάρια του πεθερού του και παππού μας. Μια μέρα ήρθε βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο στο σπίτι και η μητέρα μου τον μάλωσε, αλλάζοντας τον άλλα η κούραση και η αβιταμίνωση τον έριξαν στο κρεβάτι . Μια εβδομάδα έτρεχα από πόρτα σε πόρτα σε όλο το περιστέρι και αντάλλασα αλάτι ,που είχαμε ένα τσουβάλι, με οτιδήποτε τους περίσσευε σε φαγώσιμο. Μετά τίποτε, μόνο τσουκνίδες , τα χόρτα δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα τα μάζευαν οι μεγαλύτεροι που ήξεραν και να τα ξεχωρίζουν. Πέρασαν δέκα μέρες με φαί τσουκνίδες νερόβραστες, με φώναξε η μητέρα μου και μου λέει «Άννα μην φοβηθείς το μωρό δεν θα σωθεί άλλα βρες κάτι για την Ειρήνη πρήστηκε η κοιλίτσα της». Τότε στην παναγίτσα στην Κολοκυνθού ήταν περιβόλια φυτεμένα με ζαρζαβατικά, έτρεξα προς τα εκεί . Βρήκα εργάτες που έκοβαν λάχανα τους παρακάλεσα να μου δώσουν κάτι αλλά δεν μου απάντησαν καν. Μια κοπέλα μόνο, που στα μάτια μου φαινόταν θεόρατη, μου είπε: « Περίμενε να προχωρήσουμε που κόβουμε και μετά μπες στο χωράφι και μάζευε τις λαχανίδες» , έτσι και έκανα. Για καιρό το άδειο παλιό τσουβάλι του αλατιού το γύριζα γεμάτο στο σπίτι , διατηρηθήκαμε στην ζωή . Ο πατέρας μου σηκωνόταν σιγά σιγά, έδειχνε ότι αναρρώνει η χαρά μου ήταν μεγάλη. Τρέχοντας έφτασα στην κολοκυνθού έκανα τον σταυρό μου και μπήκα στο χωράφι που προηγουμένως είχαν βγάλει μπατζάρια. Άρχισα με ένα μαχαιράκι να ψάχνω και να βρίσκω που και που κανένα, στο μυαλό μου, τα φανταζόμουν σα φάρμακο και όλη η οικογένεια θα γινόταν καλά μόλις τα έτρωγε. Ξαφνικά όμως κάτι με κτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού και έχασα τις αισθήσεις μου. Με ξύπνησε ο αφόρητος πόνος που ένοιωθα στα χέρια μου. Όταν συνήρθα από επάνω μου ήταν η Θεώνη, η κοπέλα που μου είχε πει να μπαίνω στο χωράφι μετά το μάζεμα με άλλες δυο , μου κράταγαν τα χέρια και μου έριχναν νερό από μια βαρέλα , προσπαθούσαν να σταματήσουν την αιμορραγία τα κοιτούσα και δεν πίστευα ότι ήταν τα δικά μου, ήταν ανοιγμένα και τρυπημένα σε πολλές μεριές από πάνω και κάτω, από ότι θυμάμαι , λιποθύμησα, ξύπνησα στο σπίτι μας στην αγκαλιά της μάνας μου, με είχαν πάει οι γυναίκες αφού πρώτα με πήγαν σε ένα ιατρείο στα κάτω Πατήσια, με είχαν χαρακώσει στα χέρια το αφεντικό τους και ο γιός του για παραδειγματισμό σαν κλέφτρα , έλεγαν για δικαιολογία, όταν τους στρίμωξαν οι εργάτες. Ποτέ μέχρι και σήμερα δεν έχω φάει στην ζωή μου μπατζάρια. Συνεχίζεται…