Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Η ΟΜΙΛΙΑ Θ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΣΤΗΝ ΠΝΥΚΑ για τα ανθρωπάκια που δε ξέρουν και διαστρευλώνουν την Ιστορία.

Παιδιά μου!
Ε
ς τν τόπο τοτο, πο γ πατ σήμερα, πατοσαν κα δημηγοροσαν τν παλαι καιρ νδρες σοφοί, κα νδρες μ τος ποίους δν εμαι ξιος ν συγκριθ κα οτε ν φθάσω τ χνη των. γ πιθυμοσα ν σς δ, παιδιά μου, ες τν μεγάλη δόξα τν προπατόρων μας, κα ρχομαι ν σς επ, σα ες τν καιρ το γνος κα πρ ατο κα στερα π᾿ ατν διος παρατήρησα, κα π᾿ ατ ν κάμωμε συμπερασμος κα δι τν μέλλουσαν ετυχίαν σας, μολονότι Θες μόνος ξεύρει τ μέλλοντα. Κα δι τος παλαιος λληνας, ποίας γνώσεις εχαν κα ποία δόξα κα τιμν χαιραν κοντ ες τ λλα θνη το καιρο των, ποίους ρωας, στρατηγούς, πολιτικος εχαν, δι τατα σας λέγουν καθ᾿ μέραν ο διδάσκαλοί σας κα ο πεπαιδευμένοι μας. γ δν εμαι ρκετός. Σς λέγω μόνον πς ταν σοφοί, κα π δ πραν κα δανείσθησαν τ λλα θνη τν σοφίαν των.

Ε
ς τν τόπον, τν ποον κατοικομε, κατοικοσαν ο παλαιο λληνες, π τος ποίους κα μες καταγόμεθα κα λάβαμε τ νομα τοτο. Ατο διέφεραν π μς ες τν θρησκείαν, διότι προσκυνοσαν τς πέτρες κα τ ξύλα. φο στερα λθε στν κόσμο Χριστός, ο λαο λοι πίστευσαν ες τ Εαγγέλιό του, κα παυσαν ν λατρεύουν τ εδωλα. Δν πρε μαζί του οτε σοφος οτε προκομμένους, λλ᾿ πλος νθρώπους, χωρικος κα ψαράδες, κα μ τ βοήθεια το γίου Πνεύματος μαθαν λες τς γλσσες το κόσμου, ο ποοι, μολονότι που κα ν βρισκαν ναντιότητες κα ο βασιλες κα ο τύραννοι τος κατέτρεχαν, δν μπόρεσε κανένας ν τος κάμ τίποτα. Ατο στερέωσαν τν πίστιν.

Ο
παλαιο λληνες, ο πρόγονοί μας, πεσαν ες τν διχόνοια κα τρώγονταν μεταξύ τους, κα τσι λαβαν καιρ πρτα ο Ρωμαοι, πειτα λλοι βάρβαροι κα τος πόταξαν. στερα λθαν ο Μουσουλμάνοι κα καμαν ,τι μποροσαν, δι ν λλάξη λας τν πίστιν του. κοψαν γλσσες ες πολλος νθρώπους, λλ᾿ στάθη δύνατο ν τ κατορθώσουν. Τν να κοπταν, λλος τ σταυρό του καμε. Σν εδε τοτο σουλτάνος, διόρισε να βιτσερ [ντιβασιλέα], ναν πατριάρχη, κα το δωσε τν ξουσία τς κκλησίας. Ατς κα λοιπς κλρος καμαν ,τι τος λεγε σουλτάνος. στερον γιναν ο κοτζαμπάσηδες [προεστοί] ες λα τ μέρη. τρίτη τάξη, ο μποροι κα ο προκομμένοι, τ καλύτερο μέρος τν πολιτν, μν ποφέρνοντες τν ζυγ φευγαν, κα ο γραμματισμένοι πραν κα φευγαν π τν λλάδα, τν πατρίδα των, κα τσι λαός, στις στερημένος π τ μέσα τς προκοπς, κατήντησεν ες θλίαν κατάσταση, κα ατ αξαινε κάθε μέρα χειρότερα· διότι, ν ερίσκετο μεταξ το λαο κανες μ λίγην μάθηση, τν λάμβανε κλρος, στις χαιρε προνόμια, σύρετο π τν μπορο τς Ερώπης ς βοηθός του γίνετο γραμματικς το προεστο. Κα μερικο μν ποφέροντες τν τυραννίαν το Τούρκου κα βλέποντας τς δόξες κα τς δονς πο νελάμβαναν ατοί, φηναν τν πίστη τους κα γίνοντο Μουσουλμάνοι. Κα τοιουτοτρόπως κάθε μέρα λας λίγνευε κα πτώχαινε.

Ε
ς ατν τν δυστυχισμένη κατάσταση μερικο π τος φυγάδες γραμματισμένους μετάφραζαν κα στελναν ες τν λλάδα βιβλία, κα ες ατος πρέπει ν χρωστομε εγνωμοσύνη, διότι εθς πο κανένας νθρωπος π τ λα μάνθανε τ κοιν γράμματα, διάβαζεν ατ τ βιβλία κα βλεπε ποίους εχαμε προγόνους, τί καμεν Θεμιστοκλς, ριστείδης κα λλοι πολλο παλαιοί μας, κα βλέπαμε κα ες ποίαν κατάσταση ερισκόμεθα τότε. θεν μς λθεν ες τ νο ν τος μιμηθομε κα ν γίνουμε ετυχέστεροι. Κα τσι γινε κα προόδευσεν ταιρεία.

ταν ποφασίσαμε ν κάμωμε τν πανάσταση, δν συλλογισθήκαμε οτε πόσοι εμεθα οτε πς δν χομε ρματα οτε τι ο Τορκοι βαστοσαν τ κάστρα κα τς πόλεις οτε κανένας φρόνιμος μς επε «πο πτε δ ν πολεμήσετε μ σιταροκάραβα βατσέλα», λλ ς μία βροχ πεσε ες λους μας πιθυμία τς λευθερίας μας, κα λοι, κα κλρος μας κα ο προεστο κα ο καπεταναοι κα ο πεπαιδευμένοι κα ο μποροι, μικρο κα μεγάλοι, λοι συμφωνήσαμε ες ατ τ σκοπ κα κάμαμε τν πανάσταση.

Ε
ς τν πρτο χρόνο τς παναστάσεως εχαμε μεγάλη μόνοια κα λοι τρέχαμε σύμφωνοι. νας πγεν ες τν πόλεμο, δελφός του φερνε ξύλα, γυνακα του ζύμωνε, τ παιδί του κουβαλοσε ψωμ κα μπαρουτόβολα ες τ στρατόπεδον κα ἐὰν ατ μόνοια βαστοσε κόμη δυ χρόνους, θέλαμε κυριεύσει κα τν Θεσσαλία κα τν Μακεδονία, κα σως φθάναμε κα ως τν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τος Τούρκους, πο κουγαν λληνα κα φευγαν χίλια μίλια μακρά. κατν λληνες βαζαν πέντε χιλιάδες μπρός, κα να καράβι μίαν ρμάδα...

γώ, παιδιά μου, κατ κακή μου τύχη, ξ ατίας τν περιστάσεων, μεινα γράμματος κα δι τοτο σς ζητ συγχώρηση, διότι δν μιλ καθς ο δάσκαλοί σας. Σς επα σα διος εδα, κουσα κα γνώρισα, δι ν φεληθτε π τ περασμένα κα π τ κακ ποτελέσματα τς διχονοίας, τν ποίαν ν ποστρέφεσθε, κα ν χετε μόνοια. μς μ μς τηρτε πλέον. Τ ργο μας κα καιρός μας πέρασε. Κα α μέραι τς γενες, ποία σας νοιξε τ δρόμο, θέλουν μετ᾿ λίγον περάσει. Τν μέρα τς ζως μας θέλει διαδεχθ νύκτα το θανάτου μας, καθς τν μέραν τν γίων σωμάτων θέλει διαδεχθ νύκτα κα αριαν μέρα. Ες σς μένει ν σάσετε κα ν στολίσετε τν τόπο, πο μες λευθερώσαμε· καί, δι ν γίν τοτο, πρέπει ν χετε ς θεμέλια της πολιτείας τν μόνοια, τν θρησκεία, τν καλλιέργεια το θρόνου κα τν φρόνιμον λευθερία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..