Τα κατορθώματα τα διηγούνται στους καφενέδες του Λιμανιού
του Πειραιά:
Οι καπεταναίοι έπαιρναν το κέρδος και γύριζαν στα νησιά τους
με σφραγισμένο το στόμα τους για να μην αποκαλύψουν την πηγή των κερδών τους.
Πέθαιναν μην αφήνοντας το μυστικό τους να γίνει φανερό. Οι ναύτες όμως από το
1835 και μετά που δημιουργήθηκε η πόλη του Πειραιά και που άρχιζαν να
μαζεύονται στους καφενέδες του λιμανιού, διηγούνται τα κατόρθώματά τους. Η αξία
της ναυτοσύνης τους είναι ανάλογη του καπετάνιου, του σκάφους και της
απόστασης. Τις διηγήσεις αυτές των καφενέδων, στην συνέχεια κατέγραφαν σε
ημερολόγια άνθρωποι του λιμένα που τύχγαινε να είναι γραμματείς,
απομνημονευματογράφοι, νομικοί, ιστορικοί, πολιτικοί ή απλά ήξεραν "πέντε
γραφίδες" και έτσι έφτασαν να διασωθούν σήμερα τέτοια κατορθώματα ηρωϊκών
ονομάτων όπως του Παναγή Σκουζέ, του Αναστάση Τζαμαδού και του Αντώνη Σερφιώτη
(πατέρα του Κυριάκου Σερφιώτη, πρώτου Δήμαρχου Πειραιά).
Το 1857 ένας τέτοιος ναύτης εξιστορεί στον Γιώργο Τερτσέτη
ένα τέτοιο ταξίδι που έκανε ο ίδιος πριν από 50 χρόνια (δηλαδή γύρω στα 1807).
"Προ πενήντα χρόνων φύγαμε από την Βαρτζελώνα με τον
Παναγή Σκουζέ, με κρασί το οποίο είχαμε φορτώσει από την Βίλλα Νόβα, στο καράβι
του Σκουμπρή με ναύλο 28 χιλιάδες κολονάτα. Εφύγαμε τον Αύγουστο, είμαστε
σαράντα, διαλεχτήκαμε οι καλύτεροι και μείναμε είκοσι πέντε. Επήραμε δύο
πιλότους βγαίνοντας από την Τζιπεράλτα. Ετραβήξαμε και επέσαμε εις τα Κανάρια
νησιά. Εμείναμε εις το μέρος της Λίναιας τρεις ημέρες. Τότε τραβήξαμεν όλο
πρύμα και δεν εβλέπομεν παρά θεό και θάλασσα. Αφού αρμενίσαμεν σαράντα πέντε
ημέρες εφοβήθηκαν οι σύντροφοι και άρχισαν να φωνάζουν ότι πέσαμε σε νερά
χαμένα. Τότε ο πιλότος και ο Σκουζές, τους είπαν ότι σε τρεις ή τέσσαρες ημέρες
θα φθάσουν. Με πολλές υποσχέσες τέλος πάντων εξακολούθησαν το ταξίδι και σε
άλλες τέσσαρες ημέρες είδαμε ένα σύγνεφο. Έστειλε ο Σκουζές έναν άνθρωπο εις το
κατάρτι ψηλά να παρατηρήσουν αν είναι στεριά ή σύγνεφο αλλά δεν ημπόρεσαν να
διακρίνουν. Ο καιρός ήταν πρύμος. Τραβήξαμεν και την νύχτα και μας εφάνη
μυρωδιά της στεριάς και το πρωί είδαμε την στεριάν. Επήγαμε κατ΄ ευθείαν εις
τον Λιμένα Μόντε-Βιδέο όπου εύρομεν
πολλά άλλα πλοία. Αυτό το ταξίδι το κάναμε συνολικά για πενήντα τέσσερες
μέρες τρία καράβια. Το ένα του Δημήτρη Χριστοφόρου εις το οποίο ήταν ο Σκουζές,
δεύτερο ήτο το καράβι του Τζαμαδού με πλοίαρχο τον Αντώνη Σερφιώτη και τρίτο
του Ζιάκα. Εκάναμε εις το Μόντε-βιδέο είκοσι πέντε ημέρες, εφορτώσαμε πετζιά και επιστρέψαμε και
με τα τρια μαζί. Εμείς καταφέραμε και
φτάσαμε τα άλλα δύο όμως τα πιασαν οι Εγγλέζοι εις το στενό απ΄ έξω".
Βέβαια αναφερόμαστε καθαρά σε πλόες ελληνικών καραβιών,
γιατί πολλά χρόνια πριν έλληνες ναυτικοί σε ξένα πλοία υπήρχαν από την εποχή
του Κολόμβου. Μην ξεχνάμε τον Θεόδωρο καπετάνιο του πλοίου "Ντε Σότο"
που έφθασε το 1537 στην Φλώριδα. Οι ισπανικές αρχές μέχρι σήμερα τον αναφέρουν
ιστορικά ως "Γκριέγκο". Άλλοι έλληνες αναφέρονται ως συνταξιδιώτες
του Μαγγελάνου. Λίγο αργότερα συναντούμε και τον μεγαλύτερο έλληνα θαλασσοπόρο
τον Ιωάννη Φωκά που έφθασε μέχρι τις 47 μοίρες βορείου πλάτους. Με το όνομά του
είναι "βαπτισμένο" το στενό που πρώτος πάτησε ως Χουάν ντε Φούκα. Ο
Φωκάς γύρισε στην συνέχεια στην πατρίδα του το Αργοστόλι στην Κεφαλλονιά, όπου
και πέθανε το 1597.
Έχουμε επίσης την αποστολή του Δημητρίου Υψηλάντη στην
Αμερική όπου δημιουργεί σταθμό εμπορίου γούνας. Είναι τέτοια η εμπορική
επιτυχία της αποστολής που σήμερα στην πολιτεία Μίσιγκαν υπάρχει πόλη με το
όνομα Υψιλάντι αφιερωμένη στον δικό μας Δημήτριο Υψηλάντη του οποίου μάλιστα η
προτομή δεσπόζει στο στο κέντρο της αμερικανικής πολιτείας Υψιλάντι, που φέρει
το όνομά του, στην περιοχή του Μίσιγκαν
Στέφανος Μίλεσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..