Βάρβαρος σήμαινε αρχικά εκείνον που μιλούσε γλώσσα τραχιά
και ακατανόητη. Έπειτα, όταν οι Έλληνες κατάλαβαν τα βαθύτερα τα κοινά
<<ομότροπα>> στοιχεία που τους ένωναν ως έθνος, λέγοντας <<
βάρβαρους>> εννοούσαν όλους τους άλλους λαούς που δεν ήταν Έλληνες. Ο
Ηρόδοτος χρησιμοποιεί τη
λέξη <<βάρβαροι>> για να προσδιορίσει
όλους τους λαούς που δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Ύστερα μάλιστα από τους Περσικούς πολέμους η
διάκριση αυτή γινόταν με κάποια υπερηφάνεια και μαζί με την υποτίμηση των
άλλων. Με τις λέξεις <βαρ, βαρ, βαρ>> οι Έλληνες μιμούντο τους ακατανόητους
φθόγγους των πληθυσμών που μιλούσαν γλώσσες διαφορετικές από τη δική τους. Το
<<βαρ, βαρ, βαρ>> έγινε αργότερα όνομα, ο <<βάρβαρος>>
και τελικά πέρασε και στην λατινική γλώσσα, ως χαρακτηρισμός του αγροίκου,
ωμού, απολίτιστου ανθρώπου ή λαού. Από την ίδια λέξη χαρακτηρίζονται και οι
βαρβαρισμοί της γλώσσας, όσων οι τύποι της αλλοιώνονται είτε από άγνοια είτε
από ημιμάθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..