Αιγυπτιακός Εμφύλιος
Όμως την ίδια εποχή που ο εμφύλιος ξεσπούσε στην Αίγυπτο,
ένας άλλος εμφύλιος καθόριζε τις τύχες της Ρώμης: ο Ιούλιος Καίσαρ νίκησε τον
Πομπήιο στη Μάχη των Φαρσάλων το 48 π.Χ. Ο Πομπήιος, ελπίζοντας στην υποστήριξη
της Αιγύπτου, τη δύσκολη ώρα της πτώσης του αποφάσισε να
βρει εκεί καταφύγιο.
Έπλευσε όχι στην Αλεξάνδρεια, αλλά στην ακτή κοντά στο στρατόπεδο του
Πτολεμαίου. Εκεί βρήκε τον θάνατο: μέσα στη μικρή λέμβο που τον μετέφερε από το
πλοίο στην ακτή, ο αξιωματικός Σεπτίμιος, με τη διαταγή του Αχιλλά, που επίσης
ήταν παρών στη βάρκα, δολοφόνησε τον Ρωμαίο στρατηγό, υπό τα βλέμματα της
συζύγου του Πομπήιου καθώς και του Πτολεμαίου που παρακολουθούσε από την ακτή.
Ήταν Σεπτέμβριος του 48 π.Χ. Με την πράξη του αυτή, ο περίγυρος του Πτολεμαίου
ήλπιζε αναμφίβολα να δείξει σημάδια καλής θέλησης προς τον Καίσαρα, ώστε να τον
αποτρέψει από το να εισβάλει στην Αίγυπτο.
Ωστόσο το μόνο που κατάφερε ήταν να στραφεί αυτή του η πράξη
εναντίον όλων τους. Ο Καίσαρ, που ακολουθούσε τον Πομπηίο από απόσταση,
κατέφθασε στα αιγυπτιακά νερά ελάχιστες μέρες αργότερα από τη δολοφονία του
αντιπάλου του. Ο Θεόδοτος τον συνάντησε στο πλοίο του και του επέδειξε το
κεφάλι του εχθρού του. Εντούτοις, αντί να φύγει, ο Καίσαρ οργισμένος όχι μόνο
δεν έπλευσε μακριά, αλλά αποφάσισε να καταλάβει την πρωτεύουσα των Πτολεμαίων
με τη δύναμη που είχε φέρει μαζί του. Αποβιβάστηκε στην Αλεξάνδρεια, παρέλασε
στους δρόμους κρατώντας ψηλά τα εμβλήματα της Ρώμης και εγκαταστάθηκε στο
παλάτι. Ο λαός δεν έμεινε βέβαια ασυγκίνητος από το γεγονός. Αντίθετα, σύντομα
ξέσπασαν ταραχές στους δρόμους κι όσοι στρατιώτες του Καίσαρα βρίσκονταν
απομονωμένοι δολοφονούνταν.
Με το βασιλικό ζεύγος να βρίσκεται μακριά από την πόλη, και
συγκεκριμένα στα σύνορα όντας παραταγμένοι ο ένας εναντίον του άλλου, ο Καίσαρ
αντιπροσωπεύοντας τη Ρώμη, διεκδίκησε το δικαίωμα να διευθετήσει το ζήτημα.
Κάλεσε και τους δύο ενώπιόν του, με την απαίτηση να διαλύσουν πρώτα το στρατό
τους. Ο μεν Ποθεινός πήρε το νεαρό Πτολεμαίο και επέστρεψε στην πόλη, αφήνοντας
όμως το στρατό του σε αναμονή υπό τη διοίκηση του Αχίλα. Η Κλεοπάτρα είχε να
αντιμετωπίσει τότε ένα δύσκολο ερώτημα: πώς θα μπορούσε να φτάσει ενώπιον του
Καίσαρα χωρίς να τη δολοφονήσουν οι εχθροί της στη διαδρομή; Για το λόγο αυτό,
ο έμπιστός της, Απολλόδωρος από τη Σικελία, τη μετέφερε με βάρκα στην πόλη και
την έβαλε κρυφά στα διαμερίσματα του Καίσαρα τυλιγμένη σε ένα χαλί. Ο θρύλος θέλει
τον Καίσαρα να βρήκε την κίνηση αυτή τόσο χαριτωμένη που, υπό το έκπληκτο
βλέμμα των αντιπάλων της, την έκανε ερωμένη του άντρα που θα έκρινε τις τύχες
τους.
Τελικά ο Καίσαρ διακήρυξε δημόσια τη συμφιλίωση των δύο
αδελφών και τους ανακήρυξε για άλλη μια φορά συμβασιλείς σύμφωνα με τη διαθήκη
του πατέρα τους. Ωστόσο στην πόλη, η δυσαρέσκεια προς την ανοικτή επέμβαση της
Ρώμης συνεχιζόταν υποδαυλιζόμενη από τον Ποθεινό και τον Αχιλλά, που είχαν
ακόμη υπό την διοίκησή τους ολόκληρο στρατό. Ο στρατός αυτός αποτελούνταν από
20.000 άνδρες, σημαντικό ποσοστό των οποίων ήταν πεπειραμένοι στρατιώτες ή
είχαν εκπαιδευτεί με το ρωμαϊκό τρόπο. Εκτός από τους Γερμανούς και Γαλάτες του
Γαβίνιου, περιελάμβανε μεγάλο αριθμό προσφύγων και φυγάδων σκλάβων από την Ιταλία
και τη Δύση, αλλά και συμμοριτών και πειρατών από τη Μικρά Ασία και τη Συρία,
απομεινάρια του στρατού που διέλυσε κάποια χρόνια πριν ο Πομπήιος. Η
κακομεταχείριση δύο απεσταλμένων του – ο ένας θανατώθηκε και ο άλλος μόλις που
γλίτωσε – σήμαινε νέο πόλεμο για τον Καίσαρα, ο οποίος έμεινε γνωστός ως
“Αλεξανδρινός Πόλεμος”. Από την Συρία έρχονταν στρατεύματα για να τον
βοηθήσουν, αλλά μέχρι να φτάσουν ο Καίσαρ βρέθηκε σε σύσκολη θέση, γιατί η
δύναμη που είχε στα χέρια του ήταν κατά πολύ μικρότερη αυτής των αντιπάλων του.
Αυτό που μπορούσε να κάνει ήταν να οχυρωθεί κάπου κοντά στο
μεγάλο λιμένα ώστε να κρατήσει τον εχθρό στη θάλασσα, αλλά δεν ήταν δυνατόν να
επιβιβάσει στρατό στα πλοία χωρίς να τους κατανικήσει ο εχθρός. Ο Καίσαρ
μετέτρεψε τα ανάκτορα και το γειτονικό θέατρο σε φρούριο κι έκαψε τα πλοία του
για να μη πέσουν στα χέρια των επαναστατών. Τότε κάηκε ένα μεγάλο μέρος της
βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας.
Το βασιλικό παλάτι, ο βασιλιάς και η βασίλισσα, αλλά και τα
δύο μικρότερα παιδιά του Αυλητή παρέμεναν στα χέρια του Καίσαρα. Η μικρότερη
κόρη του, Αρσινόη Δ΄, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, κατάφερε να διαφύγει από το
παλάτι με τη βοήθεια του ευνούχου που τη φρόντιζε, και που ονομαζόταν
Γανυμήδης. Στα τέλη του φθινοπώρου του 48 π.Χ. κατέφυγε στο στρατόπεδο του
Αχιλλά ο οποίος είχε κατορθώσει να διαφύγει από τα ανάκτορα ενώ ο Ποθεινός
θανατώθηκε από τον Καίσαρα. (Ο Αχιλλάς τελικά ήρθε σε ρήξη με το Γανυμήδη κι
έτσι έχασε τη ζωή του με διαταγή της Αρσινόης).
Ο επιτιθέμενος στρατός, υπό τις διαταγές του Γανυμήδη πλέον,
άσκησε μεγάλη πίεση στον Καίσαρα. Κατάφερε μάλιστα να αποκόψει την παροχή νερού
από τη Μαρεώτιδα λίμνη, αλλά ο Καίσαρ αντιμετώπισε το πρόβλημα ανοίγοντας
πηγάδια. Σε μια προσπάθεια να καταλάβει την λωρίδα γης που ένωνε τη νήσο Φάρο
με την ενδοχώρα, ο Καίσαρ έχασε τετρακόσιους λεγεωναρίους. Ο ίδιος σώθηκε κολυμπώντας
προς το πλοίο του. Τότε οι Αλεξανδρινοί άρχισαν διαπραγματεύσεις, υποσχόμενοι
πως αν ο Καίσαρ τους έστελνε τον νεαρό βασιλιά, θα ανέτρεπαν την Αρσινόη και θα
δέχονταν την εξουσία του Πτολεμαίου. Ο Καίσαρ δεν εμπιστεύτηκε αυτές τις
υποσχέσεις, ωστόσο για λόγους πολιτικής ελευθέρωσε το αγόρι. Πράγματι, μόλις
εκείνο πήγε στο στρατόπεδο των Αλεξανδρινών τέθηκε επικεφαλής του αγώνα κατά
των Ρωμαίων.
Τελικά, οι δυνάμεις που ο Καίσαρ περίμενε έφτασαν στην
Αίγυπτο. Επρόκειτο για μια δύναμη υπό τη διοίκηση του Μιθριδάτη της Περγάμου,
άντρα ελληνικής και γαλατικής καταγωγής που προσέκειτο στον Καίσαρα. Ανάμεσά
τους ήταν και μια δύναμη τριών χιλιάδων Εβραίων, υπό τις διαταγές του
Αντιπάτρου. Ο Μιθριδάτης πέρασε την έρημο με αφετηρία την Παλαιστίνη, πήρε το
Πηλούσιο, κινήθηκε κατά μήκος του ανατολικού κλάδου του Νείλου με προορισμό τη
Μέμφιδα, και από κει κάτω κατά μήκος του δυτικού κλάδου στην Αλεξάνδρεια. Οι
Αλεξανδρινοί αποπειράθηκαν να τον σταματήσουν προτού ενωθεί με τις λεγεώνες του
Καίσαρα, αλλά ο τελευταίος κινήθηκε ταχύτατα γύρω από τη λίμνη Μαρεώτιδα και
έτσι οι ενωμένες ρωμαϊκές δυνάμεις επιτέθηκαν στους Αλεξανδρινούς που είχαν
εγκατασταθεί στο ποτάμι. Τη δεύτερη ημέρα είχαν καταλάβει τη θέση, και μεγάλο
μέρος του αλεξανδρινού στρατού – Γαλάτες, Γερμανοί, Ασιάτες, Ρωμαίοι, Ιταλοί,
Έλληνες και αιγύπτιοι – εξοντώθηκε. Όταν η σφαγή έλαβε τέλος, ο νεαρός Πτολεμαίος
ΙΓ΄ δεν βρέθηκε πουθενά. Αναφέρθηκε πως το πλοίο με το οποίο αποπειράθηκε να
δραπετεύσει γέμισε τόσο με φυγάδες που βυθίστηκε.
Κλεοπάτρα και Καίσαρ.
Παρόλο που η Κλεοπάτρα είχε πλέον γίνει αντιπαθής στους
υπηκόους της γιατί συντάχθηκε με το Ρωμαίο, αναγκάστηκαν αυτοί να την δεχτούν
ως βασίλισσα, υπό την πίεση του Καίσαρα. Με τον Πτολεμαίο ΙΓ΄ να έχει πλέον
χαθεί, βασιλιάς ανακηρύχθηκε ο νεότερος αδερφός τους, Πτολεμαίος ΙΔ΄, που τότε
ήταν δώδεκα ετών. Η Αρσινόη Δ΄ εστάλη στη Ρώμη έτσι ώστε, όταν μελλοντικά
διοργανωνόταν ο θρίαμβος του Καίσαρα στην πόλη, η πριγκίπισσα να παρελάσει
αλυσοδεμένη πίσω από το άρμα του. Όσο για τον ίδιο τον Καίσαρα, παρά το γεγονός
ότι οι πολιτικές περιστάσεις απαιτούσαν την άμεση αναχώρησή του, δεν βιάστηκε
να εγκαταλείψει έναν ευχάριστο χειμώνα στο πλευρό της Κλεοπάτρας στην Αίγυπτο.
Έκαναν μαζί μια μεγάλη περιοδεία αναψυχής στο Νείλο, στο πολυτελές της πλοίο,
μέχρι και τα σύνορα με την Αιθιοπία, επισκεπτόμενοι τους ναούς και τα μνημεία
των αρχαίων φαραώ, όπου η παλαιά θρησκεία τελούνταν ακόμη βάσει των αρχαίων
εθίμων. Ήταν πια Απρίλης όταν ο Καίσαρ αναχώρησε από την Αλεξάνδρεια με
προορισμό τη Συρία. Στην Αλεξάνδρεια άφησε τρεις λεγεώνες υπό τη διοίκηση του
Ρουφίνου, για να εξασφαλίσει την παραμονή της Κλεοπάτρας στο θρόνο. Πρέπει να
ήταν περίπου την εποχή αυτή που ο Καίσαρ απέδωσε την Κύπρο και πάλι στους
Πτολεμαίους.
Στις 23 Ιουνίου 47 π.Χ. η Κλεοπάτρα έφερε στον κόσμο τον
γιο, όπως διακήρυξε, του Καίσαρα. Αυτό αποτελούσε σκάνδαλο τόσο για τους
Ρωμαίους όσο και για τους Έλληνες και Μακεδόνες της Αιγύπτου, ωστόσο εκείνη
χωρίς καμία αναστολή του έδωσε το όνομα του Καίσαρα. Οι Αλεξανδρινοί τον
ονόμασαν Πτολεμαίο ΙΕ΄ Καισαρίωνα (που είναι υπό μία έννοια υποτιμητικό
υποκοριστικό, κάτι σαν “μικρός Καίσαρ”). Οι Αιγύπτιοι ιερείς διακήρυξαν πως
ήταν γιος του θεού Ρα, που ήρθε στην Κλεοπάτρα με τη μορφή του Καίσαρα.
Όταν ο Καίσαρ επέστρεψε θριαμβευτής στη Ρώμη το 46 π.Χ.,
δικτάτωρ πλέον, η Κλεοπάτρα πήγε να τον βρει με τον γιο τους. Δεν διέμενε
ωστόσο στο κέντρο της πόλης, αλλά στην εξοχική κατοικία του Καίσαρα στην άλλη
όχθη του Τίβερη. Μαζί της έφερε και τον αδερφό της, τον Πτολεμαίο ΙΔ΄, καθώς
και θησαυρούς. Στους αριστοκράτες επισκέπτες της, επεδείκνυε βασιλική συμπεριφορά
και αναφερόταν ως «η Βασίλισσα» (regina). Ο Καίσαρ της αφιέρωσε ένα χρυσό
άγαλμα στον νεόκτιστο ναό της Venus Genetrix, θεότητας αντίστοιχης με την
ελληνική Αφροδίτη, από την οποία η Ιουλία γενεά υποστήριζε πως καταγόταν. Στα
μάτια των Ρωμαίων, όμως, η Βασίλισσα δεν ήταν παρά μια τυχοδιώκτρια ερωμένη, κι
όχι σύζυγος του Δικτάτορα. Άλλωστε ο ίδιος είχε ήδη νόμιμη σύζυγο, την
Καλπουρνία, αν και δεν είχε νόμιμους απογόνους από εκείνη.
Όπως διαφαινόταν, ο Ρωμαϊκός Κόσμος βάδιζε προς μια μεγάλη
αλλαγή: η Ρωμαϊκή Δημοκρατία επρόκειτο να παραδώσει τη θέση της σε μια μοναρχία
ελληνιστικού τύπου, με τον Καίσαρα βασιλιά, η οποία θα περιελάμβανε όλες της
φυλές του γνωστού κόσμου: Ιταλούς, Έλληνες, Αιγυπτίους, Μακεδόνες, Γαλάτες,
Ισπανούς, και Ασιάτες. Και σαν απόδειξη της αποτίναξης της ρωμαϊκής παράδοσης
και της οικουμενικότητας του νέου βασιλείου, τι θα μπορούσε να είναι
καταλληλότερο από την ένωσή του με την αντιπρόσωπο της πανίσχυρης μακεδονικής
αυτοκρατορίας; Η Κλεοπάτρα μπορούσε να δει τον εαυτό της ως αυτοκράτειρα ενός
κόσμου, του οποίου η Αίγυπτος δεν θα αποτελούσε παρά μια επαρχία. Και αυτής της
αυτοκρατορίας διάδοχος θα ήταν ο γιος της, στον οποίο ενώθηκε το πτολεμαϊκό με
το ρωμαϊκό αίμα.
Επιστροφή στην Αίγυπτο
Ωστόσο οι Ρωμαίοι αριστοκράτες, που επίσης μπορούσαν να
νιώσουν ότι τα γεγονότα οδηγούσαν προς αυτήν την κατάσταση, αντιμετώπισαν με
καχυποψία και φόβο την προοπτική αυτή. Έτσι στις Ειδούς του Μαρτίου, το 44
π.Χ., το εγχειρίδιο του Βρούτου και των άλλων συνωμοτών έδωσαν τέλος στα όνειρα
της Κλεοπάτρας. Η δολοφονία του Καίσαρα την έθετε σε τρομερό κίνδυνο. Έτσι
εγκατέλειψε την πόλη μες το επόμενο δεκαπενθήμερο και επέστρεψε στο βασίλειο
της του Νείλου, ελπίζοντας πως εκεί θα ήταν ασφαλής.
Μαζί της, όπως φανερώνουν αρχαιολογικά ευρήματα, πρέπει να
επέστρεψε και ο αδερφός της, Πτολεμαίος ΙΔ΄, ο οποίος όμως άφησε την τελευταία
του πνοή λίγο αργότερα. Ο Πορφύριος αναφέρει πως εκείνη συνέβαλε στο θάνατό
του, ενώ ο Ιώσηπος θεωρεί πως τον δηλητηρίασε. Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει ότι,
λίγο μετά την επιστροφή της, η Κλεοπάτρα ανακήρυξε συμβασιλέα της το γιο της.
Το γεγονός επιβεβαιώνουν μια σειρά από αρχαιολογικά ευρήματα όπως επιγραφές και
στήλες, με απεικονίσεις της Κλεοπάτρας και του Καισαρίωνα.
Από την Αίγυπτο, η Κλεοπάτρα παρακολούθησε τα χρόνια που
ακολούθησαν τα γεγονότα που συγκλόνιζαν το Ρωμαϊκό Κόσμο μετά το θάνατο του
Ιουλίου Καίσαρα. Μέχρι τη νίκη του Μάρκου Αντώνιου και του Οκταβιανού Καίσαρα
στη Μάχη των Φιλίππων το φθινόπωρο του 42 π.Χ. η βασίλισσα της Αιγύπτου δεν
έδωσε τη βοήθειά της ούτε στο στρατόπεδο των νικητών, ούτε σε αυτό των
ηττημένων. Η πολιτική της να μην επεμβαίνει όσο η κατάσταση ήταν αμφίρροπη
μπορεί να έμοιαζε προσεχτική και ασφαλής, ωστόσο την εξέθεσε στις διαθέσεις των
νικητών. Ίσως εκείνοι να περίμεναν μια πιο ενεργή της ανάμειξη στα γεγονότα που
σχετίζονταν με τη μνήμη του νεκρού εραστή της, ωστόσο η Κλεοπάτρα είχε το δικό
της τρόπο να βρίσκει τη θέση της στον πολιτικό κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..