Στις 7 Αυγούστου του 1560 γεννήθηκε η Ελίζαμπεθ Μπάθορυ, μια γυναίκα που έμεινε στην ιστορία ως η “Ματωμένη Κόμισσα”. Γονείς της ήταν ο Γεώργιος και η Άννα Μπάθορυ, συγγενείς μεταξύ τους. Επρόκειτο για μία τακτική συνηθισμένη εκείνη την εποχή κόμισσα, καθώς η διατήρηση των οίκων ήταν ιδιαιτέρως σημαντική. Η οικογένειά της ήταν μία από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της Ουγγαρίας. Από τα
έντεκά της χρόνια ήταν αρραβωνιασμένη με τον κόμη Φέρεντς Ναντάσντυ, έναν πολεμιστή επτά χρόνια μεγαλύτερό της. Η ίδια περιγράφεται ως μια εξαιρετικά όμορφη γυναίκα, της οποία όμως η ομορφιά έκρυβε ένα διεστραμμένο και σαδιστικό χαρακτήρα. Ήδη από την παιδική της ηλικία λέγεται ότι παρακολουθούσε την εκτέλεση βασανιστηρίων ενώ μεγαλώνοντας οι άγριες τάσεις της εκδηλώνονταν όλο και περισσότερο・ υπάρχουν, μάλιστα, πηγές που υποστηρίζουν ότι ήταν ψυχολογικά διαταραγμένη ή ότι έπασχε από επιληψία. Όπως είπαμε ο άντρας της ήταν στρατιωτικός. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να λείπει αρκετό καιρό από την συζυγική εστία. Τότε ήταν που η Ελίζαμπεθ φρόντιζε να δείχνει τον “καλό” της εαυτό σε όλο του το μεγαλείο στους υπηρέτες της. Βέβαια, στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο βασανισμός υπηρετών για οποιοδήποτε παράπτωμα δεν αποτελούσε εκείνη την εποχή κάτι το μεμπτό. Η ανθρώπινη ζωή ήταν πολύ μικρής αξίας και ακόμα περισσότερο όταν επρόκειτο για ανθρώπους κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Σύμφωνα μάλιστα με κάποιες πηγές ο κόμης “εκπαίδευσε” την γυναίκα του πάνω στον τομέα των βασανιστηρίων και κάποιων τελετών μαύρης μαγείας. Πέθανε, όμως ο Ναντάστυ το 1601 και η Ελίζαμπεθ έμεινε σε μικρή ηλικία χήρα. Αρχικά, μετακόμισε για ένα διάστημα στην Βιέννη όπου έζησε μέσα στην έντονη κοινωνική ζωή των αριστοκρατών αλλά γρήγορα επέστρεψε στο οικογενειακό της φέουδο κοντά στην
Μπρατισλάβα όπου μπορούσε να επιδοθεί στο αγαπημένο της χόμπι, τον σαδισμό.
Στις ενέργειές της αυτές η κόμισσα δεν ήταν μόνη της. Συμμετείχαν και οι κατά καιρούς φίλες της. Όταν τα καμώματά της έγιναν γνωστά στην μικρή κοινωνία της περιοχής που βρισκόταν το κάστρο της, οι κάτοικοι απέφευγαν να στέλνουν τις κόρες τους να μπουν στην υπηρεσία της. Το γεγονός αυτό την οδήγησε στην λύση της απαγωγής νεαρών κοριτσιών από τις οικογένειες των χωρικών που ζούσαν γύρω από το κάστρο-κολαστήριο. Τα πρώτα σημάδια γήρατος δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους και τότε ήταν που η Ελίζαμπεθ ξέφυγε από κάθε όριο. Κατέφυγε στην μαύρη μαγεία και όπως μας παραδίδουν κάποιες πηγές, σκότωνε νεαρές παρθένες για να κάνει μπάνιο στο αίμα τους και να να διατηρήσει έτσι την νεότητα και την ομορφιά της. Δυστυχώς γι' αυτήν, όμως, δεν υπολόγισε σωστά τον τρόπο και την συχνότητα με την οποία σκότωνε τα θύματά της με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να τελειώσουν οι νεαρές χωρικές. Και τότε η κόμισσά μας βρέθηκε στο εξής δίλημμα: να συνεχίσει το βίαιο έργο της πάνω σε κορίτσια της χαμηλής αριστοκρατίας ή να περιμένει να μεγαλώσουν λίγο ακόμα τα πολύ μικρότερα. Από τον προβληματισμό την έβγαλε η τότε καλή της φίλη και συνεργός της της Έρζι Ματζόροβα που την παρότρυνε να σκοτώσει δύο νεαρές αριστοκράτισσες. Ήταν η αρχή του τέλους της. Μπορεί η ζωή ενός χωρικού να μην είχε καμία παραπάνω αξία από την ζωή ενός εντόμου, ένα μέλος όμως της αριστοκρατίας, ακόμα και της κατώτερης, θεωρούνταν ιδιαιτέρως σημαντικό.
Τότε, λοιπόν, ο ξάδερφος της Ελίζαμπεθ και βασιλιάς της Ματίας Β' έστειλε έναν αξιωματούχο και συγγενή τους να ξεκαθαρίσει τι συμβαίνει στο κάστρο Csejthe. Οι εικόνες που αντίκρισαν οι στρατιώτες δεν έχουν καταγραφεί πλήρως. Ακόμα και εκείνοι δεν τόλμησαν να περιγράψουν ακριβώς το θέαμα που βρήκαν στο κάστρο. Απ' όσα όμως είπαν μπορούμε να σχηματίσουμε στο μυαλό μας ένα φρικιαστικό τοπίο με πτώματα εδώ και κει ωχρά από την αποστράγγιση του αίματός τους. Η κόμισσα συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δίκη. Οι κατηγορίες ασφαλώς βαρύτατες: φόνος, λυκανθρωπία, βαμπιρισμός, σαδισμός. Ρεαλιστικά ήταν απίθανο το ενδεχόμενο αθώωσής της, αν λάβουμε, μάλιστα, υπόψη ότι διαβάστηκε και το ημερολόγιό της όπου είχε καταγράψει όλα της τα θύματα. Ήταν 650. Το περίεργο στην όλη περίπτωση όμως είναι ότι δεν καταδικάστηκε σε θάνατο. Οι συνένοχοί της εκτελέστηκαν ενώ η ίδια όχι. Απομονώθηκε το κάστρο της και έζησε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής της στις 21 Αυγούστου του 1614. Ο λόγος για τον οποίο δεν εκτελέστηκε ήταν ο φόβος των δικαστών ότι θα γινόταν βρικόλακας και θα κυνηγούσε τους εκτελεστές. Κάποιοι άλλοι υποστήριξαν ότι ήταν ήδη νεκροζώντανη οπότε η θανατική ποινή δε θα είχε κανένα νόημα. Το κάστρο της τελικά ερημώθηκε και θεωρήθηκε στοιχειωμένο, ενώ το πρόσωπο της κόμισσας πέρασε στην σφαίρα του λαϊκού μύθου.
έντεκά της χρόνια ήταν αρραβωνιασμένη με τον κόμη Φέρεντς Ναντάσντυ, έναν πολεμιστή επτά χρόνια μεγαλύτερό της. Η ίδια περιγράφεται ως μια εξαιρετικά όμορφη γυναίκα, της οποία όμως η ομορφιά έκρυβε ένα διεστραμμένο και σαδιστικό χαρακτήρα. Ήδη από την παιδική της ηλικία λέγεται ότι παρακολουθούσε την εκτέλεση βασανιστηρίων ενώ μεγαλώνοντας οι άγριες τάσεις της εκδηλώνονταν όλο και περισσότερο・ υπάρχουν, μάλιστα, πηγές που υποστηρίζουν ότι ήταν ψυχολογικά διαταραγμένη ή ότι έπασχε από επιληψία. Όπως είπαμε ο άντρας της ήταν στρατιωτικός. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να λείπει αρκετό καιρό από την συζυγική εστία. Τότε ήταν που η Ελίζαμπεθ φρόντιζε να δείχνει τον “καλό” της εαυτό σε όλο του το μεγαλείο στους υπηρέτες της. Βέβαια, στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο βασανισμός υπηρετών για οποιοδήποτε παράπτωμα δεν αποτελούσε εκείνη την εποχή κάτι το μεμπτό. Η ανθρώπινη ζωή ήταν πολύ μικρής αξίας και ακόμα περισσότερο όταν επρόκειτο για ανθρώπους κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Σύμφωνα μάλιστα με κάποιες πηγές ο κόμης “εκπαίδευσε” την γυναίκα του πάνω στον τομέα των βασανιστηρίων και κάποιων τελετών μαύρης μαγείας. Πέθανε, όμως ο Ναντάστυ το 1601 και η Ελίζαμπεθ έμεινε σε μικρή ηλικία χήρα. Αρχικά, μετακόμισε για ένα διάστημα στην Βιέννη όπου έζησε μέσα στην έντονη κοινωνική ζωή των αριστοκρατών αλλά γρήγορα επέστρεψε στο οικογενειακό της φέουδο κοντά στην
Μπρατισλάβα όπου μπορούσε να επιδοθεί στο αγαπημένο της χόμπι, τον σαδισμό.
Στις ενέργειές της αυτές η κόμισσα δεν ήταν μόνη της. Συμμετείχαν και οι κατά καιρούς φίλες της. Όταν τα καμώματά της έγιναν γνωστά στην μικρή κοινωνία της περιοχής που βρισκόταν το κάστρο της, οι κάτοικοι απέφευγαν να στέλνουν τις κόρες τους να μπουν στην υπηρεσία της. Το γεγονός αυτό την οδήγησε στην λύση της απαγωγής νεαρών κοριτσιών από τις οικογένειες των χωρικών που ζούσαν γύρω από το κάστρο-κολαστήριο. Τα πρώτα σημάδια γήρατος δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους και τότε ήταν που η Ελίζαμπεθ ξέφυγε από κάθε όριο. Κατέφυγε στην μαύρη μαγεία και όπως μας παραδίδουν κάποιες πηγές, σκότωνε νεαρές παρθένες για να κάνει μπάνιο στο αίμα τους και να να διατηρήσει έτσι την νεότητα και την ομορφιά της. Δυστυχώς γι' αυτήν, όμως, δεν υπολόγισε σωστά τον τρόπο και την συχνότητα με την οποία σκότωνε τα θύματά της με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να τελειώσουν οι νεαρές χωρικές. Και τότε η κόμισσά μας βρέθηκε στο εξής δίλημμα: να συνεχίσει το βίαιο έργο της πάνω σε κορίτσια της χαμηλής αριστοκρατίας ή να περιμένει να μεγαλώσουν λίγο ακόμα τα πολύ μικρότερα. Από τον προβληματισμό την έβγαλε η τότε καλή της φίλη και συνεργός της της Έρζι Ματζόροβα που την παρότρυνε να σκοτώσει δύο νεαρές αριστοκράτισσες. Ήταν η αρχή του τέλους της. Μπορεί η ζωή ενός χωρικού να μην είχε καμία παραπάνω αξία από την ζωή ενός εντόμου, ένα μέλος όμως της αριστοκρατίας, ακόμα και της κατώτερης, θεωρούνταν ιδιαιτέρως σημαντικό.
Τότε, λοιπόν, ο ξάδερφος της Ελίζαμπεθ και βασιλιάς της Ματίας Β' έστειλε έναν αξιωματούχο και συγγενή τους να ξεκαθαρίσει τι συμβαίνει στο κάστρο Csejthe. Οι εικόνες που αντίκρισαν οι στρατιώτες δεν έχουν καταγραφεί πλήρως. Ακόμα και εκείνοι δεν τόλμησαν να περιγράψουν ακριβώς το θέαμα που βρήκαν στο κάστρο. Απ' όσα όμως είπαν μπορούμε να σχηματίσουμε στο μυαλό μας ένα φρικιαστικό τοπίο με πτώματα εδώ και κει ωχρά από την αποστράγγιση του αίματός τους. Η κόμισσα συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δίκη. Οι κατηγορίες ασφαλώς βαρύτατες: φόνος, λυκανθρωπία, βαμπιρισμός, σαδισμός. Ρεαλιστικά ήταν απίθανο το ενδεχόμενο αθώωσής της, αν λάβουμε, μάλιστα, υπόψη ότι διαβάστηκε και το ημερολόγιό της όπου είχε καταγράψει όλα της τα θύματα. Ήταν 650. Το περίεργο στην όλη περίπτωση όμως είναι ότι δεν καταδικάστηκε σε θάνατο. Οι συνένοχοί της εκτελέστηκαν ενώ η ίδια όχι. Απομονώθηκε το κάστρο της και έζησε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής της στις 21 Αυγούστου του 1614. Ο λόγος για τον οποίο δεν εκτελέστηκε ήταν ο φόβος των δικαστών ότι θα γινόταν βρικόλακας και θα κυνηγούσε τους εκτελεστές. Κάποιοι άλλοι υποστήριξαν ότι ήταν ήδη νεκροζώντανη οπότε η θανατική ποινή δε θα είχε κανένα νόημα. Το κάστρο της τελικά ερημώθηκε και θεωρήθηκε στοιχειωμένο, ενώ το πρόσωπο της κόμισσας πέρασε στην σφαίρα του λαϊκού μύθου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..