Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Eκατοστή επέτειος της σφαγής των Ελλήνων της Φώκαιας




Οι ανασκαφές στη Χερσόνησο ή Χώρα στο αρχικό τους στάδιο, Μάιος 1914

Έχοντας αναλάβει από τη γαλλική κυβέρνηση αρχαιολογική αποστολή στη Φώκαια, στη θέση της αρχαίας και λαμπρής ιωνικής πόλης που διέδωσε στη δική μας Προβηγκία τα καλά του ελληνισμού και του πολιτισμού, ανακατεύτηκα και μοιραία συμμετείχα ο ίδιος ενεργά στα τραγικά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν τον περασμένο
Ιούνιο στις ακτές της Μικράς Ασίας και τα
σκέπασε μέχρι τώρα η σιωπή.
Είδα πολλά, συνέλεξα προσωπικά και άμεσα πλήθος μαρτυρίες. Είχα θεωρήσει όμως ότι κατά την εκτέλεση της
αποστολής μου η επίσημη ιδιότητά μου με υποχρέωνε να απευθύνω τις αναφορές, τις διαπιστώσεις, τις σκέψεις μου αποκλειστικά στην κυβέρνηση και σε εκείνους που μου είχαν αναθέσει τα καθήκοντά μου. Η αποστολή διακόπηκε απότομα στις πρώτες μέρες του Ιουλίου, λίγες εβδομάδες προτού πέσει ο τρομακτικός κεραυνός που αναστάτωσε την Ευρώπη και που ο απόηχός του μόλις απλώθηκε μέχρις εδώ, στις ακτές της Ασίας. Εκτιμώ ότι παραθέτοντας τώρα τα γεγονότα των οποίων υπήρξα μάρτυρας, δίνοντας στην κοινή γνώμη τις πληροφορίες που συγκέντρωσα, ευθύνομαι πλέον μόνον προσωπικά. Η σιωπή κράτησε δυστυχώς πολύ καιρό. Η ιστορία, η δικαιοσύνη, η ανθρωπότητα, η φήμη περί ευθύτητας και τιμής που απολαμβάνει η Γαλλία ανά τον κόσμο έχουν να κερδίσουν αν ακουστεί η μαρτυρία μου..

Ο πρώτος πυροβολισμός ακούγεται γύρω στις οκτώ το βράδυ 
Οι Έλληνες κάτοικοι της Φώκαιας αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη τους μετά το «μαύρο ημερονύκτιο» (30-31 Μαΐου) του 1914 (12-13 Ιουνίου με το νέο Γρηγοριανό ημερολόγιο).

Ακούω τους υπόκωφους χτύπους
των τσεκουριών και των υποκόπανων να ξεπατώνουν τις πόρτες του διπλανού σπιτιού. Φωνές απελπισμένες, ουρλιαχτά πόνου ακούγονται κι ύστερα πάλι το κροτάλισμα των όπλων. Σύντομα μυρωδιά μπαρούτης γεμίζει το δωμάτιό μου. Το σπίτι είναι ισόγειο και εύκολα προσβάσιμο. Αν ο χωροφύλακας που είναι στημένος μπροστά στην πόρτα δεν καταφέρει να τους επιβληθεί, αν δεν σεβαστούν τη σημαία μας, τότε θα μας σφάξουν το δίχως άλλο. Αρπάζω ένα όπλο, αποφασισμένος να πουλήσω πολύ ακριβά τις ζωές μας, αν σπάσουν την πόρτα. Η φρικτή αγρυπνία αρχίζει, η νύχτα περνάει μέσα στην αγωνία.
Οι πρόσφυγες τρέμουν και θρηνούν. Έρχονται συνεχώς να μου ζητήσουν τη γνώμη μου, οι γυναίκες ρίχνονται στον λαιμό μου, τα παιδιά κλαίνε. Τι θα κάμωμε; Να μας βοηθήση ο Θεός! Προσπαθώ να τους πω ότι πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στη σημαία της Γαλλίας. Έξω, μέσα στη συνήθως τόσο διαυγή και γαλήνια νύχτα, αντηχούν οι θόρυβοι του τρόμου και της σφαγής: οι φωνές, οι θρήνοι και τα βογγητά των θυμάτων, τα ουρλιαχτά των σκύλων, το ποδοβολητό των αλόγων, οι ξεροί ήχοι των πυροβόλων, τα βραχνά άγρια καλέσματα των εφορμούντων. Κατά το πρωί, αποκαθίσταται κάποια ησυχία. Τη γλυτώσαμε. Μισανοίγω προσεκτικά ένα παραθυρόφυλλο: οι καβαλάρηδες παρελαύνουν μπροστά στο παράθυρό μου, με το όπλο κρεμασμένο στον ώμο, με τα περίστροφα και τα χατζάρια στη ζώνη. Βγαίνω στο κατώφλι: μεγάλες φλόγες ξεπηδούν από το κέντρο της πόλης και φτάνουν πάνω από τα σκούρα κυπαρίσσια. Βαρύ σύννεφο καπνού σκοτεινιάζει τον ρόδινο ουρανό κρύβοντας τον ήλιο που ανατέλλει. Λίγο μετά έμαθα ότι την πυρκαγιά την είχαν βάλει χρησιμοποιώντας την πυροσβεστική αντλία έχοντάς τη γεμίσει πριν με πετρέλαιο. Τα μανταλωμένα σπίτια, όπου έβαλαν φωτιά, ήταν γεμάτα κόσμο.
Συναντώ τους συντρόφους μου. Οι σφαίρες σφυρίζουν στα αυτιά μας. Παρακολουθούμε το φρικτότερο θέαμα που μπορεί κανείς να φανταστεί.


Τα σπίτια μας αδειάζουν 

Μυτιλήνη. Ο καταυλισμός των Φωκιανών την επομένη της άφιξής τους, 19 Ιουνίου

Καθώς τα σπίτια μας αδειάζουν από τους πρόσφυγες της προηγουμένης, γεμίζουν ξανά από νεοφερμένους, που ασφαλείς απέναντι στις βιαιότητες αισθάνονται μόνον κάτω από τη δική μας στέγη. Τη ζωή τους την οφείλουν αποκλειστικά στο ότι παράτησαν τα πάντα. Οι περισσότεροι φορούν σκισμένα ρούχα, πολλοί είναι μέσα στα αίματα. Με την ορμή που είχε η επίθεση και ο διωγμός, δεν μπόρεσαν να πάρουν ούτε ψωμί για τον δρόμο.
Πλούσιοι προύχοντες της περιοχής φεύγουν ξυπόλητοι, τους έχουν πάρει μέχρι και τα παπούτσια τους. Τα παιδιά κλαίνε ψάχνοντας τους γονείς τους. Δεν αποκαλύπτουμε σε μια μητέρα ότι τα δυο μωρά της δολοφονήθηκαν. Περιμαζεύουμε στον δρόμο αρτιγέννητο βρέφος, δεν καταφέρνουμε όμως να βρούμε τη μάνα του και το αναθέτουμε σε άλλη γυναίκα που θηλάζει το δικό της. Γυναίκες ρίχνονται στον λαιμό μας, μας ικετεύουν να βρούμε το άντρα ή τον πατέρα τους, τις κόρες τους, που τις βίασαν ή τις απήγαγαν. Οι πιο συγκινητικές σκηνές είναι ο αποχαιρετισμός των παλιών και καλών μας φίλων.
Άλλοι με αγκαλιάζουν και με λυγμούς μου εκφράζουν την αιώνια ευγνωμοσύνη τους. Άλλοι καταφέρνουν και ελέγχουν τον πόνο τους, μου απλώνουν τα δυο χέρια, ενώ με τα γλυκά και αγαθά βλέμματά τους καρφωμένα για ώρα στο δικό μου βουτούν μέχρι τα βάθη της ψυχής μου σε ένα τελευταίο και βουβό αντίο… 

Όλη τη μέρα του Σαββάτου 13 Ιουνίου, μέχρι τις επτά περίπου το βράδυ, εκτυλίσσονται ταυτόχρονα οι σκηνές των δυο μεγάλων πράξεων του δράματος: η οικτρή έξοδος και η αναίσχυντη λεηλασία. Τρεις χιλιάδες οκτακόσιοι Έλληνες Οθωμανοί έφυγαν για τη Θεσσαλονίκη με το πρώτο πλοίο και δυο χιλιάδες περίπου με το δεύτερο για τον Πειραιά. Τηλεγράφησα ήδη από το πρωί στη Σμύρνη για να μας στείλουν κι άλλα πλοία. Υπάρχουν επτά χιλιάδες Έλληνες στην Παλαιά Φώκαια (7.077, σύμφωνα με την επίσημη τουρκική στατιστική του 1913). Πρόσφυγες από τα γύρω χωριά
ενώθηκαν μαζί τους. Τα δυο πρώτα πλοία δεν μπορούσαν να τους χωρέσουν. Δυο ρυμουλκά που έστειλε αμέσως ένας γενναιόδωρος Γάλλος της Σμύρνης, ο κ. Γκυφραί, φτάνουν υπό τη σημαία μας το απόγευμα και ξαναφεύγουν φορτωμένα για τη Μυτιλήνη. 

Οι πληθυσμοί που μόλις εκδιώχθηκαν από την Ανατολία δεν είναι οι οποιοιδήποτε πληθυσμοί που η τόσο ταραγμένη ανατολική πολιτική τούς μεταφέρει από τη μια περιοχή σε άλλη. Είναι οι άμεσοι κληρονόμοι των λαμπρών και ανδρείων Ελλήνων, οι οποίοι μας κληροδότησαν τον πολιτισμό μας, έθεσαν τις βάσεις του δικαίου και της ηθικής, ανακάλυψαν τις πρώτες αρχές της επιστήμης και έκαναν τη γοητεία και την τελειότητα του κάλλους να θεριέψει στον κόσμο. Εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, οι ακτές της Μικράς Ασίας είναι ελληνικές. Οι Έλληνες δημιούργησαν τη ζωή, τη συντήρησαν και την ανέπτυξαν σε αυτή τη χαρούμενη χώρα. Κράτησαν εδώ συνεχώς ζωντανή τη γλώσσα, τις παραδόσεις,
την λατρεία των προγόνων τους. Τομή και απότομη ρήξη υπέστη τώρα η μακριά αυτή αλυσιδωτή διαδοχή, που οι Πέρσες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί και οι Λατίνοι, οι Οθωμανοί του 15ου αιώνα είχαν σεβαστεί τη συνέχειά της. Στη Φώκαια συγκεκριμένα, τη λαμπρή αυτή πόλη της Ιωνίας, που με τέτοια τόλμη μετέφερε στις ακτές της δικής μας Προβηγκίας τα καλά του ελληνισμού, όσοι επιζούσαν μετά τις τόσες ανατροπές και καταστροφές κατάφερναν πάντα να υπερασπίζουν την αρχαία κληρονομιά, ενάντια στην πίεση που άσκησαν τόσες και τόσες φορές κατακτητικές και βάρβαρες ορδές. Κατάφεραν να μεταδώσουν από γενιά σε γενιά τις παραδόσεις και τις μνήμες τους. Καμιά επίθεση από όσες υπέστησαν κατά τη διάρκεια της λαμπρής και θυελλώδους ιστορίας τους δεν διέρρηξε τον δεσμό που τους συνέδεε με τις απαρχές τους και καμιά δεν είχε, όπως η τωρινή, τον χαρακτήρα άνανδρης επίθεσης, τον οποίο μόλις προσέδωσε η Νέα Τουρκία στον διωγμό τους.
Πηγή: diaspora-grecque.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..