Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Η οικονομική κατάρρευση της χώρας πιθανότατα θα έχει μικρότερη σημασία από τον πνευματικό καταποντισμό μεγάλου μέρους του ανθρώπινου παράγοντα, και κυρίως των νέων. Η επικράτηση του λαϊκισμού και ο
ρόλος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η μία εσωτερική υποτίμηση είναι γνωστή και ο κάθε πολίτης την αισθάνεται στο πορτοφόλι του και στη μείωση των όποιων περιουσιακών του στοιχείων τυχόν διαθέτει. Και το ερώτημα που τίθεται είναι αυτό του τέλους της υποτιμήσεως αυτής, η οποία έχει νομισματικοοικονομικό χαρακτήρα.
Πέρα από την υποτίμηση αυτή, όμως, εδώ και τριάντα χρόνια η χώρα βιώνει και μιαν άλλη μορφή υποτιμήσεως, η οποία είναι κοινωνικοπολιτική και πολιτιστική και, στις σημερινές συνθήκες, υπονομεύει και τη θεραπεία της νομισματικής υποτιμητικής διαδικασίας. Δυστυχώς, ουδείς λαμβάνει υπ' όψιν του την υποτίμηση αυτή, με αποτέλεσμα το φαινόμενο να βαθαίνει απειλητικά και, συνδυαζόμενο με την οικονομική δυσπραγία, να γίνεται κάθε ημέρα εκρηκτικότερο.
Η μεταπολιτευτική Ελλάδα γνώρισε μία πλασματική οικονομική ανάπτυξη που τελικά οδήγησε στη χρεοκοπία. Όμως, ταυτοχρόνως υπέστη και μία σοβαρότατη κρίση αξιών, με όλες τις απεριόριστες συσσωρευτικές επιπτώσεις της. Η τριακονταετής και πλέον ανάπτυξη και καθιέρωση του λαϊκισμού στην Ελλάδα, με τη βοήθεια ανεύθυνων μέσων μαζικής επικοινωνίας, οδήγησε σε μαζική ποιοτική υποβάθμιση της ψυχοπνευματικής και ηθικής υποστάσεως ευρέων στρωμάτων του κοινού. Ενός κοινού, εξάλλου, το οποίο αντάλλαξε παραδοσιακούς τρόπους ζωής με άλλους, αναφομοίωτους και ισοπεδωτικούς, συνοδευόμενους από εμπειρίες συχνά πικρές, που σήμερα προκαλούν ολέθριες απογοητεύσεις.
Συνεπώς, στη σημερινή Ελλάδα έχουμε -δυστυχώς για το μέλλον της- ένα πλήθος ξεριζωμένων, παραδαρμένων και ανερμάτιστων ατόμων, χωρίς κανένα ιδανικό πέραν της θέσεως στο Δημόσιο, τα οποία έχουν απολέσει και κάθε δυνατότητα ενεργού ατομικής συμμετοχής στον δημόσιο βίο. Αυτή η κατάσταση, η οποία αποτυπώνεται και πολιτικά, δεν συντελεί στην ικανοποιητική λειτουργία των θεσμών, εφόσον ζει με άφθονη πελατεία του λαϊκισμού και με τον δημοσιογραφικό κιτρινισμό και προσφέρεται σε κάθε τυχοδιωκτισμό - οι συνέπειες του οποίου είναι οδυνηρές και τραγικά γνωστές από την αιματηρή ιστορία του 20ού αιώνα.
Όταν σε περιόδους κρίσεων χάνονται η ευθυκρισία, η ανθρωπιά και το ήθος, δημιουργούνται χαοτικά κενά τα οποία καλύπτουν βάνδαλοι βιαστές της ανθρώπινης ψυχής και σκέψεως. Και τέτοιους η χώρα διαθέτει άφθονους. Με αποτέλεσμα η σημερινή ελληνική κοινωνία να μην κινδυνεύει τόσο από την οικονομική της πτώχευση, όσο από τη δραματική εσωτερική της ψυχοπνευματική υποβάθμιση. Αυτή η τελευταία της αφαιρεί κάθε ικμάδα δυνάμεως και δημιουργίας και την παραδίδει άνευ όρων στους εκχυδαϊστές και εκθεμελιωτές.
Ακόμα χειρότερα, η ψυχοπνευματική υποτίμηση έχει ολέθριες συνέπειες στις νέες γενιές, οι οποίες αφέθησαν χρόνια τώρα απροστάτευτες στην ψυχολογική και πνευματική θηριωδία των ανθρώπων του ολοκληρωτισμού και της ανελευθερίας. Η ελληνική νεολαία μαστίζεται από την ανεργία όχι μόνον διότι η Ελλάδα έχει πτωχεύσει από οικονομικής πλευράς. Η νεολαία μας υφίσταται επίσης τις επαχθείς συνέπειες μιας δραματικής πλύσεως εγκεφάλου που επεβλήθη στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και στο σχολείο από τους ανθρώπους της πανώλης του ολοκληρωτισμού. Με την ανοχή -ενίοτε δε και τη συμμετοχή- της Πολιτείας, αντικοινωνικά και μισθοδοτούμενα από τους πολιτικούς φορείς του ολοκληρωτισμού στοιχεία απέκτησαν σχεδόν πλήρεις εξουσίες στον χώρο της εκπαιδεύσεως και ύπατο μέλημά τους ήταν να εξοντώσουν ταυτοχρόνως την πολιτική και τη δημιουργική σκέψη.
Με κάθε τρόπο επιδιώκουν να σκοτώσουν την πίστη της ποιότητος που κάθε άτομο μπορεί να έχει μέσα του. Δυστυχώς δε, με κάποιες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, στην Ελλάδα ο πυρήνας κάθε πίστεως έχει φονευθεί.
Το 1976 κιόλας, ο Παν. Δρακόπουλος έγραφε στην Εποπτεία: «Η καρδιά του μερακλή, του μάστορα, του ερωτευμένου με το έργο του, του ολοκληρωμένου μέσα στο έργο του, του ζώντος μέσα στο έργο και για το έργο μόνο -αυτή η καρδιά η φλογερή, η τηκόμενη αιώνες εδώ και παράγουσα Ελλάδα και Έλληνες• αυτή η καρδιά, άλλωστε, η παράγουσα Άνθρωπο σ' όλο τον κόσμο- ε, αυτή η καρδιά έχει μαχαιρωθεί εδώ μέσα, και το μαχαίρι το 'χουμε μπήξει εμείς οι ίδιοι, και δεχόμαστε να ορμάνε τα κατώτατά μας υποστρώματα και οι σαλτιμπάγκοι μας, τα πιο έωλα και ανερμάτιστα κύτταρά μας, και να μας δίνουν αυτά τη νοοτροπία της δήθεν ζωής που πρέπει να ζήσουμε». Τα λόγια αυτά, που εγράφησαν πριν από 37 έτη, παραμένουν δραματικά επίκαιρα και ασφαλώς ο συγγραφέας τους δεν υπήρξε ο μόνος που από τότε προέβαινε σε παρόμοιες διαπιστώσεις.
Όμως, στη δύσμοιρη χώρα μας, λίγοι υπήρξαν οι κορυφαίοι διανοητές που είχαν το θάρρος να εκφράσουν δημοσίως τις ανησυχίες τους. Αλλά και στις περιπτώσεις αυτές, ποιος τους άκουγε, ποιος τους ακούει και, ακόμα χειρότερα, ποιος τους διαβάζει... Εξάλλου, τους ανθρώπους που σκέπτονται ελεύθερα οι εγχώριοι δεσμοφύλακες του πνεύματος και της εκπαιδεύσεως τους κατασυκοφαντούν, τους ξορκίζουν και κάποτε τους κατέτασσαν στην κατηγορία των «πρακτόρων εχθρών του λαού».
Έτσι, αντί να παράγουν ανθρώπους της σκέψεως και της δημιουργίας, αντί να είναι φυτώρια μαθήσεως, τα ΑΕΙ σταδιακά μεταβλήθηκαν σε κέντρα εκπαιδεύσεως εξ επαγγέλματος «επαναστατών», σε εργοστάσια μαζικής παραγωγής αγράμματων πτυχιούχων και σε χώρους στρατολογήσεως έξαλλων τηλεκατευθυνόμενων διαδηλωτών. Η κατάσταση αυτή μάς δίνει σήμερα και το μέτρο της εκτάσεως του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται η χώρα, η οποία, συναγούσης και της διεφθαρμένης γραφειοκρατίας, ελάχιστα απέχει από τον κρημνό.
Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, λοιπόν, ας θυμηθούμε ότι διδαχθήκαμε πως «δεν είναι ανάγκη να ελπίζει κανένας για να επιχειρεί το δέον, ούτε να στέφεται η προσπάθειά του από άμεση επιτυχία για να εμμένει σε αυτήν». Μας το έμαθε και αυτό ο Διγενής Ακρίτας.
Πηγή Πρώτη δημοσίευση 17/11/2014
Η οικονομική κατάρρευση της χώρας πιθανότατα θα έχει μικρότερη σημασία από τον πνευματικό καταποντισμό μεγάλου μέρους του ανθρώπινου παράγοντα, και κυρίως των νέων. Η επικράτηση του λαϊκισμού και ο
ρόλος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η μία εσωτερική υποτίμηση είναι γνωστή και ο κάθε πολίτης την αισθάνεται στο πορτοφόλι του και στη μείωση των όποιων περιουσιακών του στοιχείων τυχόν διαθέτει. Και το ερώτημα που τίθεται είναι αυτό του τέλους της υποτιμήσεως αυτής, η οποία έχει νομισματικοοικονομικό χαρακτήρα.
Πέρα από την υποτίμηση αυτή, όμως, εδώ και τριάντα χρόνια η χώρα βιώνει και μιαν άλλη μορφή υποτιμήσεως, η οποία είναι κοινωνικοπολιτική και πολιτιστική και, στις σημερινές συνθήκες, υπονομεύει και τη θεραπεία της νομισματικής υποτιμητικής διαδικασίας. Δυστυχώς, ουδείς λαμβάνει υπ' όψιν του την υποτίμηση αυτή, με αποτέλεσμα το φαινόμενο να βαθαίνει απειλητικά και, συνδυαζόμενο με την οικονομική δυσπραγία, να γίνεται κάθε ημέρα εκρηκτικότερο.
Η μεταπολιτευτική Ελλάδα γνώρισε μία πλασματική οικονομική ανάπτυξη που τελικά οδήγησε στη χρεοκοπία. Όμως, ταυτοχρόνως υπέστη και μία σοβαρότατη κρίση αξιών, με όλες τις απεριόριστες συσσωρευτικές επιπτώσεις της. Η τριακονταετής και πλέον ανάπτυξη και καθιέρωση του λαϊκισμού στην Ελλάδα, με τη βοήθεια ανεύθυνων μέσων μαζικής επικοινωνίας, οδήγησε σε μαζική ποιοτική υποβάθμιση της ψυχοπνευματικής και ηθικής υποστάσεως ευρέων στρωμάτων του κοινού. Ενός κοινού, εξάλλου, το οποίο αντάλλαξε παραδοσιακούς τρόπους ζωής με άλλους, αναφομοίωτους και ισοπεδωτικούς, συνοδευόμενους από εμπειρίες συχνά πικρές, που σήμερα προκαλούν ολέθριες απογοητεύσεις.
Συνεπώς, στη σημερινή Ελλάδα έχουμε -δυστυχώς για το μέλλον της- ένα πλήθος ξεριζωμένων, παραδαρμένων και ανερμάτιστων ατόμων, χωρίς κανένα ιδανικό πέραν της θέσεως στο Δημόσιο, τα οποία έχουν απολέσει και κάθε δυνατότητα ενεργού ατομικής συμμετοχής στον δημόσιο βίο. Αυτή η κατάσταση, η οποία αποτυπώνεται και πολιτικά, δεν συντελεί στην ικανοποιητική λειτουργία των θεσμών, εφόσον ζει με άφθονη πελατεία του λαϊκισμού και με τον δημοσιογραφικό κιτρινισμό και προσφέρεται σε κάθε τυχοδιωκτισμό - οι συνέπειες του οποίου είναι οδυνηρές και τραγικά γνωστές από την αιματηρή ιστορία του 20ού αιώνα.
Όταν σε περιόδους κρίσεων χάνονται η ευθυκρισία, η ανθρωπιά και το ήθος, δημιουργούνται χαοτικά κενά τα οποία καλύπτουν βάνδαλοι βιαστές της ανθρώπινης ψυχής και σκέψεως. Και τέτοιους η χώρα διαθέτει άφθονους. Με αποτέλεσμα η σημερινή ελληνική κοινωνία να μην κινδυνεύει τόσο από την οικονομική της πτώχευση, όσο από τη δραματική εσωτερική της ψυχοπνευματική υποβάθμιση. Αυτή η τελευταία της αφαιρεί κάθε ικμάδα δυνάμεως και δημιουργίας και την παραδίδει άνευ όρων στους εκχυδαϊστές και εκθεμελιωτές.
Ακόμα χειρότερα, η ψυχοπνευματική υποτίμηση έχει ολέθριες συνέπειες στις νέες γενιές, οι οποίες αφέθησαν χρόνια τώρα απροστάτευτες στην ψυχολογική και πνευματική θηριωδία των ανθρώπων του ολοκληρωτισμού και της ανελευθερίας. Η ελληνική νεολαία μαστίζεται από την ανεργία όχι μόνον διότι η Ελλάδα έχει πτωχεύσει από οικονομικής πλευράς. Η νεολαία μας υφίσταται επίσης τις επαχθείς συνέπειες μιας δραματικής πλύσεως εγκεφάλου που επεβλήθη στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και στο σχολείο από τους ανθρώπους της πανώλης του ολοκληρωτισμού. Με την ανοχή -ενίοτε δε και τη συμμετοχή- της Πολιτείας, αντικοινωνικά και μισθοδοτούμενα από τους πολιτικούς φορείς του ολοκληρωτισμού στοιχεία απέκτησαν σχεδόν πλήρεις εξουσίες στον χώρο της εκπαιδεύσεως και ύπατο μέλημά τους ήταν να εξοντώσουν ταυτοχρόνως την πολιτική και τη δημιουργική σκέψη.
Με κάθε τρόπο επιδιώκουν να σκοτώσουν την πίστη της ποιότητος που κάθε άτομο μπορεί να έχει μέσα του. Δυστυχώς δε, με κάποιες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, στην Ελλάδα ο πυρήνας κάθε πίστεως έχει φονευθεί.
Το 1976 κιόλας, ο Παν. Δρακόπουλος έγραφε στην Εποπτεία: «Η καρδιά του μερακλή, του μάστορα, του ερωτευμένου με το έργο του, του ολοκληρωμένου μέσα στο έργο του, του ζώντος μέσα στο έργο και για το έργο μόνο -αυτή η καρδιά η φλογερή, η τηκόμενη αιώνες εδώ και παράγουσα Ελλάδα και Έλληνες• αυτή η καρδιά, άλλωστε, η παράγουσα Άνθρωπο σ' όλο τον κόσμο- ε, αυτή η καρδιά έχει μαχαιρωθεί εδώ μέσα, και το μαχαίρι το 'χουμε μπήξει εμείς οι ίδιοι, και δεχόμαστε να ορμάνε τα κατώτατά μας υποστρώματα και οι σαλτιμπάγκοι μας, τα πιο έωλα και ανερμάτιστα κύτταρά μας, και να μας δίνουν αυτά τη νοοτροπία της δήθεν ζωής που πρέπει να ζήσουμε». Τα λόγια αυτά, που εγράφησαν πριν από 37 έτη, παραμένουν δραματικά επίκαιρα και ασφαλώς ο συγγραφέας τους δεν υπήρξε ο μόνος που από τότε προέβαινε σε παρόμοιες διαπιστώσεις.
Όμως, στη δύσμοιρη χώρα μας, λίγοι υπήρξαν οι κορυφαίοι διανοητές που είχαν το θάρρος να εκφράσουν δημοσίως τις ανησυχίες τους. Αλλά και στις περιπτώσεις αυτές, ποιος τους άκουγε, ποιος τους ακούει και, ακόμα χειρότερα, ποιος τους διαβάζει... Εξάλλου, τους ανθρώπους που σκέπτονται ελεύθερα οι εγχώριοι δεσμοφύλακες του πνεύματος και της εκπαιδεύσεως τους κατασυκοφαντούν, τους ξορκίζουν και κάποτε τους κατέτασσαν στην κατηγορία των «πρακτόρων εχθρών του λαού».
Έτσι, αντί να παράγουν ανθρώπους της σκέψεως και της δημιουργίας, αντί να είναι φυτώρια μαθήσεως, τα ΑΕΙ σταδιακά μεταβλήθηκαν σε κέντρα εκπαιδεύσεως εξ επαγγέλματος «επαναστατών», σε εργοστάσια μαζικής παραγωγής αγράμματων πτυχιούχων και σε χώρους στρατολογήσεως έξαλλων τηλεκατευθυνόμενων διαδηλωτών. Η κατάσταση αυτή μάς δίνει σήμερα και το μέτρο της εκτάσεως του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται η χώρα, η οποία, συναγούσης και της διεφθαρμένης γραφειοκρατίας, ελάχιστα απέχει από τον κρημνό.
Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, λοιπόν, ας θυμηθούμε ότι διδαχθήκαμε πως «δεν είναι ανάγκη να ελπίζει κανένας για να επιχειρεί το δέον, ούτε να στέφεται η προσπάθειά του από άμεση επιτυχία για να εμμένει σε αυτήν». Μας το έμαθε και αυτό ο Διγενής Ακρίτας.
Πηγή Πρώτη δημοσίευση 17/11/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..