Ο μοναδικός Έλληνας θανατοποινίτης εν ζωή φοράει την πορτοκαλί μπλούζα – αυτήν που ξεχωρίζει τους μελλοθάνατους από τους υπόλοιπους κρατούμενους – στη φυλακή υψίστης ασφαλείας «Starke» από το 1990.
Τα τεκμήρια με τα οποία καταδικάστηκε σε
θάνατο συνθέτουν ένα σενάριο ευφάνταστου αστυνομικού θρίλερ.
Δύο νεκροί, μία επιζήσασα από απόπειρα δολοφονίας, μία αδίστακτη ερωμένη και στη μέση ένας άνδρας. Ένας άνδρας που έως σήμερα επιμένει ότι, ως θύμα πλεκτάνης, είναι αθώος. Και που εδώ και 27 χρόνια ζει την κάθε μέρα του, αγνοώντας αν (δεν) θα είναι η τελευταία.
O συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων Γκάρι Πρόβοστ δεν έμεινε… ασυγκίνητος. H απίστευτη υπόθεση έγινε από την πένα του βιβλίο, με τον τίτλο «Ο Τέλειος Σύζυγος: Η Αληθινή Ιστορία της Έυπιστης Νύφης που Ανακάλυψε ότι ο Άντρας της Ήταν Ψυχρός Δολοφόνος».
Ο άνδρας αυτός είναι ο Κώστας Φωτόπουλος. Ένας Έλληνας μετανάστης στις ΗΠΑ, που σε ηλικία 17 ετών ξενιτεύτηκε λόγω της αγάπης του για τα αεροπλάνα. Ο πατέρας του δούλευε στην Ολυμπιακή Αεροπορία και ο μικρός έφυγε για σπουδές αεροναυπηγικής στο Σικάγο, όπου ζούσαν οι θείοι του.
Σπούδασε αεροναυπηγός στο Πανεπιστήμιο Lewis και ακολούθως κατηφόρισε στην Ντεϊτόνα της Φλόριντα, για να κάνει το μεταπτυχιακό του στο RibbleAeronauticalUniversity.
Δουλεύοντας παράλληλα σε εστιατόριο γνώρισε τη Λίζα Πασπαλάκη, κόρη ενός Έλληνα επιχειρηματία της Ντεϊτόνα, που σχεδίαζε τη μελλοντική της καριέρα στο τιμόνι της οικογενειακής επιχείρησης. Η γνωριμία με τον Φωτόπουλο όμως της ανέτρεψε τα σχέδια. Τον ερωτεύτηκε και το ζεύγος παντρεύτηκε το 1984.
Η συμβίωση τους κράτησε όμως μόνο πέντε χρόνια. Και διαλύθηκε με τον πιο βίαιο τρόπο.
Τα ξημερώματα της 4ης Νοεμβρίου 1989, ένας 19χρονος άστεγος ονόματι Μπράιαν Τσέις εισέβαλε στην οικία Φωτόπουλου. Κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο, όπου πυροβόλησε μια φορά την Λίζα Φωτοπούλου στο κεφάλι. Προσπάθησε να πυροβολήσει ξανά, αλλά το 22άρι του έπαθε εμπλοκή.
Ο Κώστας Φωτόπουλος πετάχτηκε από τον ύπνο του και χωρίς να πανικοβληθεί, άπλωσε το χέρι κάτω από το κρεβάτι και άρπαξε το πιστόλι του. Δίχως χρονοτριβή πυροβόλησε θανάσιμα τον Μπράιαν Τσέις. Κατόπιν κάλεσε το ασθενοφόρο.
Η Λίζα, ως εκ θαύματος, είχε επιζήσει, αλλά ο Κώστας δεν ήταν κοντά της, στο νοσοκομείο. Μια εβδομάδα μετά το επεισόδιο η αστυνομία τον συνέλαβε ως ύποπτο για την οργάνωση της δολοφονίας της γυναίκας του, καθώς και για τη δολοφονία ενός άλλου άνδρα.
Η υπόθεση ήταν πολύ πιο περίπλοκη από ότι φαινόταν στην αρχή. Τόσο που η ανατροπή των δεδομένων θα άφηνε εμβρόντητο ακόμα και τον πιο δεινό ερευνητή συνωμοσιών.
Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν αποδείχτηκε ότι κατείχε μια 18χρονη, που τύγχανε όμως να είναι ερωμένη του Φωτόπουλου. Το όνομά της νεαρής, Ντίντρε Χαντ και το ποινικό μητρώο της κατάμαυρο. Περίπου ένα χρόνο νωρίτερα, η άρτι αφιχθείσα στην Ντεϊτόνα, Χαντ, είχε εμπλακεί στην απόπειρα δολοφονίας μιας γυναίκας στη Νέα Υόρκη.
Αυτή και μία φίλη της είχαν προσπαθήσει να ληστέψουν τη γυναίκα, η οποία δέχτηκε τέσσερις σφαίρες. Η Χαντ κατέθεσε ότι ήταν η φίλη της αυτή που άνοιξε πυρ. Συμφώνησε με τον εισαγγελέα να καταθέσει εναντίον της, με αντάλλαγμα μια ήπια ποινή για συνεργεία σε ληστεία.
Οκτώ μήνες αργότερα, όμως, η γυναίκα, που είχε επιζήσει, συνήλθε, και κατέθεσε ότι η Χαντ ήταν αυτή που την είχε πυροβολήσει! Η πολιτεία ωστόσο δεν μπορούσε να τη δικάσει εκ νέου για την υπόθεση, καθώς την είχε ήδη καταδικάσει σε ολιγόμηνη φυλάκιση. Η 18χρονη εξέτισε την ποινή της και στη συνέχεια έφυγε από την πολιτεία για νέες… περιπέτειες στην Φλόριντα.
Ένα μήνα μετά την άφιξή της στην Ντεϊτόνα, το καλοκαίρι του ’89, γνώρισε τον Τόνι, διευθυντή ενός μπιλιαρδάδικου στην παραλία. Με τα προφανή ανταλλάγματα, ο Τόνι της βρήκε σπίτι και της υποσχέθηκε ότι θα τη συντηρεί με δικά του χρήματα. Όταν όμως η Χαντ γνώρισε το αφεντικό του Τόνι δεν είχε μάτια πια για τον υπάλληλο.
Το αφεντικό ήταν, φυσικά, ο Κώστας Φωτόπουλος.
Ο ίδιος ο Κώστας περιγράφει τη συμφωνία σε ένα από τα γράμματα που έχει στείλει στο Μάνο Αθανασίου, ένα νομικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων που ζει στο Παρίσι και ασχολείται με την υπόθεση.
«Μια και η κοπέλα ‘’ήταν καλή μαζί μου’’, την προώθησα και στον κοινωνικό τομέα», γράφει. «Εκτός από το διαμέρισμα (που της νοίκιαζα), της αγόραζα και ωραία ρούχα για τα πάρτι, της νοίκιασα αυτοκίνητο και της έδινα χρήματα για χαρτζιλίκι».
Εκείνο τον καιρό ο Φωτόπουλος διαχειριζόταν τα μαγαζιά με τουριστικά είδη που είχε αφήσει πίσω ο πεθερός του μετά το θάνατό του, καθώς και το μπιλιαρδάδικο, το οποίο είχε ανοίξει ο ίδιος. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και είχε την οικονομική άνεση για τη συντήρηση μιας ερωμένης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ωστόσο, η ζήλια του υπαλλήλου του ήταν η αρχή του τέλους.
«Ο Τόνι, μάλλον από ζήλια, είπε στη γυναίκα του ότι εγώ είχα σχέσεις με την Χαντ. Η γυναίκα του, χωρίς να χάσει καιρό, πήρε τηλέφωνο τη δικιά μου και της ανέφερε το γεγονός».
Ο Φωτόπουλος αρνήθηκε κάθε σχέση με τη νεαρή σερβιτόρα, βέβαια, αλλά υποσχέθηκε στη Λίζα ότι θα την απέλυε.
«Φυσικά», γράφει, «τώρα που η γυναίκα μου υποψιαζόταν ότι είχα σχέσεις με την Χαντ έπρεπε να ξεκόψω, πράγμα που άρχισα να κάνω αμέσως».
Η ερμηνεία του Κώστα Φωτόπουλου για τα γεγονότα που ακολούθησαν μοιάζει λογική: Η νεαρή, που βρέθηκε ξαφνικά με διαμέρισμα, αυτοκίνητο, ρούχα και λεφτά, κινδύνευε να επιστρέψει στο δρόμο. Έχοντας και ένα αρκετά σκοτεινό παρελθόν, εύκολο είναι να πιστέψει κανείς ότι αποφάσισε να ξεκάνει τη Λίζα Φωτοπούλου, πρώην Πασπαλάκη, για να μην χάσει τον ευεργέτη – εραστή της.
Την 1η του Νοέμβρη, έγινε η πρώτη επίθεση. Ένας νεαρός άνδρας μπήκε, οπλισμένος, στο κατάστημα που διηύθυνε η Λίζα Φωτοπούλου. Η Λίζα κατάφερε να διαφύγει από αυτό που πίστευε ότι ήταν μια απόπειρα ληστείας. Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι η Ντίντρε Χαντ είχε προσλάβει το νεαρό για να την δολοφονήσει, και πριν από αυτόν είχε προσλάβει άλλους δύο, οι οποίοι ποτέ δεν το αποπειράθηκαν. Ο τέταρτος, όμως, βρήκε το στόχο του. Ήταν ο Μπράιαν Τσέις.
Μια γυναίκα – «αράχνη» σε μία ολέθρια σχέση, πάθη, ζήλια, φθόνος, δολοπλοκία και εγκλήματα. Το σενάριο μοιάζει βγαλμένο από κινηματογραφική παραγωγή του Χόλιγουντ. Αυτό όμως (το σενάριο) είναι η εκδοχή του Κώστα Φωτόπουλου για τα γεγονότα. Εκείνο που τελικά τον καταδίκασε υπερβαίνει τη φαντασία και τις διαστάσεις μιας απλής θεωρίας συνωμοσίας.
Και προέκυψε από μια ανακάλυψη των αστυνομικών στο γκαράζ του υπόπτου. Το εύρημα ήταν μία βιντεοκασέτα μέσα σε μία καφέ τσάντα. Ή αλλιώς μία ταινία, απ’ αυτές που αποκαλούνται snuff movie. Πρόκειται για τις ερασιτεχνικές ταινίες που παρουσιάζουν αληθινά βασανιστήρια, ή αληθινούς φόνους.
Η κασέτα έδειχνε ένα νεαρό άνδρα δεμένο σε ένα δέντρο. Ο 19χρονος Μαρκ Κέβιν Ράμσεϊ έμοιαζε αρκετά φοβισμένος Πίστευε ότι αυτή είναι μια τελετή μύησης σε κάτι σαν συμμορία εκτελεστών. Στο πλάνο φαίνεται άλλη μια φιγούρα – αυτή της Ντίντρε Χαντ, η οποία κρατά ένα πιστόλι 22 χιλιοστών. Το υψώνει και σημαδεύει τον Ράμσεϊ στο στήθος.
Μια ανδρική φωνή, πιθανότατα αυτού που κρατά την κάμερα, της λέει τι να κάνει. Η Χάντ πυροβολεί τρεις φορές. Μετά υψώνει το πιστόλι της λίγο ακόμα, και πυροβολεί τον Ράμσεϊ μια φορά ακόμα, στο κεφάλι. Η εικόνα σβήνει.
Η αστυνομική έρευνα βρήκε το πτώμα του Ράμσεϊ σε ένα δάσος κοντά στη Ντεϊτόνα στα τέλη του Οκτώβρη του ’89. Εκτός από τις τέσσερις σφαίρες της Χαντ, το σώμα του είχε δεχτεί και μια ριπή από Καλάσνικοφ.
Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του Φωτόπουλου, και μετά την κατάθεση της (επίσης συλληφθείσας) Χαντ, η αστυνομία έψαξε σπιθαμή προς σπιθαμή το σπίτι της Μαρίας Πασπαλάκη, πεθεράς του Κώστα, όπου ζούσε το ζευγάρι μαζί με την ίδια και τον αδερφό της Λίζας, Ντίνο.
Εκτός από τη βιντεοκασέτα στο γκαράζ, οι αστυνομικοί, μετά από υπόδειξη της Λίζας, που τον είχε δει «να θάβει κάτι στον κήπο», βρήκαν ένα σακίδιο θαμμένο στο λάκκο του μπάρμπεκιου. Το σακίδιο περιείχε ένα πιστόλι των 22 χιλιοστών, ένα σιγαστήρα, πυρομαχικά, και ένα Καλάσνικοφ.
Αργότερα, στο δικαστήριο, πολλοί μάρτυρες αναγνώρισαν τη φωνή του Φωτόπουλου στην κασέτα (στην Ευρώπη η φωνή θεωρείται μεταβλητό χαρακτηριστικό και δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχεία, στις ΗΠΑ ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο). Η κασέτα ήταν η απαρχή της ιστορίας της Χαντ, η οποία σύντομα έγινε η ιστορία που πίστεψε η Αμερικανική Δικαιοσύνη.
Ο Φωτόπουλος, σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή της αλήθειας, δεν ήταν καθόλου ήσυχος και νομοταγής πολίτης. Εκτός από την μεγάλη του αγάπη για κάθε είδους όπλα (είχε αρκετά στο σπίτι) και παραστρατιωτικά αξεσουάρ, είχε και έξι καταδίκες για κακουργήματα στο παρελθόν («κανένα από αυτά βίαιο», επέμεινε στο δικαστήριο).
Σύμφωνα με καταθέσεις, ήταν γνωστός στην πιάτσα ως πλαστογράφος, και έκανε αρκετά χοντρές δουλειές σε αυτό τον τομέα. Το δικαστήριο, μάλιστα, απεφάνθη ότι ο Μαρκ Ράμσεϊ επιλέχθηκε ως θύμα για την «δοκιμασία» της Χαντ επειδή εκβίαζε τον Φωτόπουλο σε σχέση με αυτές του τις δραστηριότητες.
Η Χαντ υποστήριξε ότι ο Φωτόπουλος την ανάγκασε να πυροβολήσει τον Ράμσεϊ, απειλώντας την ότι αλλιώς θα την σκοτώσει. Ακόμα ότι ήθελε να την δοκιμάσει, για να της αναθέσει στη συνέχεια τη δολοφονία της γυναίκας του. Ακολούθως ο Φωτόπουλος ανέθεσε στην Χαντ να προσλάβει άλλους γι’ αυτό το σκοπό και πυροβόλησε τον Μπράιαν Τσέις, για να παρουσιάσει το συμβάν ως αυτοάμυνα πάνω σε ληστεία.
Επιπλέον, η μάνα της Χαντ κατέθεσε ότι ο Φωτόπουλος είχε ανέβει στο Νιου Χάμσαϊρ και είχε απειλήσει τη ζωή της, αν ποτέ η Ντίντρε τον εγκατέλειπε, δίνοντας άλλη μια εικόνα ενός αδίστακτου, επικίνδυνου ανθρώπου.
Σύμφωνα με την Χαντ το κίνητρο για όλα αυτά ήταν μια ασφάλεια ζωής, αξίας 700.000 δολαρίων, την οποία θα καρπωνόταν σε περίπτωση θανάτου της Λίζας. Ακόμα, ήθελε να απαλλαχθεί από τον κίνδυνο απομάκρυνσης από τα μαγαζιά του πεθερού του, καθώς 11 ημέρες πριν από το συμβάν η σύζυγός του είχε ζητήσει διαζύγιο.
Η Αμερικανική Δικαιοσύνη πείστηκε για την ενοχή και των δύο, και τους καταδίκασε σε θάνατο – πρώτα την Χαντ, και μετά τον Φωτόπουλο. Η ποινή της ερωμένης του, Χαντ, μετατράπηκε αργότερα σε ισόβια και έως σήμερα, 47 ετών πια, βρίσκεται στη φυλακή.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι η Λίζα Πασπαλάκη, πείστηκε εξίσου. Πάγωσε όλα του τα περιουσιακά στοιχεία καταθέτοντας αίτηση διαζυγίου αμέσως μετά την σύλληψή του, με αποτέλεσμα να μην έχει την οικονομική ευχέρεια να προσλάβει έναν ικανό δικηγόρο. Στη δίκη κατέθεσε εναντίον του.
Σήμερα πλέον, η Λίζα, έχει φτιάξει ξανά τη ζωή της και προσπαθεί να ξεχάσει. Στο πλευρό του νέου συζύγου της ονομάζεται πλέον Λίζα Ψαρός. «Ήθελε ο Θεός να ζήσω από τόσες απόπειρες», έχει δηλώσει σε αμερικανικό μέσο.
Με την πλευρά της γυναίκας του να καταθέτει εναντίον του, η οικογένεια του Κώστα Φωτόπουλου ήταν το μόνο στήριγμά του από τους πρώτους μήνες της περιπέτειάς του. Η μοναδική αδερφή του, Μέρσα, κάτοικος Αθηνών, πήγαινε πολύ συχνά στις ΗΠΑ – κάποιες φορές μαζί με τους γονείς της – για να τον δει.
Αυτό συνέβαινε έως και το 2004 που τέθηκε σε απομόνωση. Από την αρχή στρατολόγησε μια ομάδα συμμάχων που μάχεται για τη σωτηρία του – ήτοι την αποτροπή της εκτέλεσης του και την έκδοση και μεταφορά του στην Ελλάδα.
Ο νομικός, Μάνος Αθανασίου, που διατηρούσε τακτική αλληλογραφία με τον Φωτόπουλο, θεωρεί ότι ο Έλληνας κατάδικος υπήρξε άτυχος στη νομική του εκπροσώπηση. Δεδομένου ότι δεν είχε περιουσιακά στοιχεία, δεν μπόρεσε να έχει δικό του δικηγόρο σε όλα τα στάδια της υπόθεσης και αρκέστηκε στους δικηγόρους της πολιτείας.
«Και από αυτούς που προσέλαβε, ένας έφυγε χωρίς να κάνει τίποτα, και ένας άλλος κατέληξε στη φυλακή για φοροδιαφυγή», είχε δηλώσει προ ετών.
Στις αλεπάλληλες εφέσεις που έχει υποβάλλει στις Αρχές των ΗΠΑ, ο Φωτόπουλος επικαλείται αυτή την έλλειψη ικανής νομικής εκπροσώπησης. Στην πρώτη εξ’ αυτών επικαλέστηκε 16 λάθη σε καταθέσεις μαρτύρων και ανάδειξης επιβαρυντικών στοιχείων, που οδήγησαν στην καταδίκη του.
Σε άλλες έκανε λόγο για «αναποτελεσματική βοήθεια συμβούλου», ζητώντας επανεξέταση της υπόθεσης του. Επίσης έχει καταθέσει διαδοχικά αίτημα χάριτος και απαλλαγής από την θανατική ποινή στον Κυβερνήτη της Φλόριντα. Όλες έχουν για την ώρα απορριφθεί.
Η Φλόριντα είναι μία από 32 Πολιτείες της Αμερικής όπου ισχύει η θανατική ποινή. Η φυλακή υψίστης ασφαλείας Starke αποτελείται από 13 πτέρυγες και στεγάζει 13.000 φυλακισμένους. Στην 13η πτέρυγα, που ονομάζεται Deathrow, κρατούνται οι 357 θανατοποινίτες. Έξω από αυτή την πτέρυγα βρίσκεται ένα μικρότερο κτίριο, αυτό των εκτελέσεων με θανατηφόρο ένεση.
Ο μέσος όρος που μένει ένας θανατοποινίτης στην φυλακή στις ΗΠΑ είναι συνήθως 15 χρόνια. Στη Φλόριντα όμως αυτό το νούμερο είναι μεγαλύτερο, καθώς είθισται να παρέχεται η δυνατότητα στους μελλοθάνατους να εξαντλούν όλες τις νομικές οδούς, ήτοι τις εφέσεις που έχουν στη διάθεση τους.
Γενικώς πάντως, σε κάποιες πολιτείες επιβλήθηκε τα τελευταία χρόνια ένα μορατόριουμ εκτελέσεων, με αφορμή την ανατροπή δεδομένων και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Στο Ιλινόις για παράδειγμα, αποδείχτηκε ότι ούτε ένας, ούτε δύο, αλλά 11 θανατοποινίτες ήταν αθώοι τη δεκαετία του ‘90 και ως εκ τούτου ελευθερώθηκαν .
Όταν δοθεί η εντολή για την εκτέλεση, και επιλεγεί η ημερομηνία, ο κρατούμενος αλλάζει κελί και οδηγείται από την DeathRow στη DeathWatch. Εκεί μεταφέρθηκε ο Φωτόπουλος το 2008, οπότε και είχε προγραμματιστεί να εκτελεστεί. Εκκρεμούσε όμως τότε μία από τις πολυάριθμες εκκλήσεις του και η εκτέλεση αναβλήθηκε. Και εκείνη η προσφυγή απορρίφθηκε τον Οκτώβριο του 2008, αλλά από τότε δεν έχει προγραμματιστεί νέα ημερομηνία εκτέλεσης.
Πέραν των προσπαθειών της οικογένειάς του για έκδοση στην Ελλάδα, ο Φωτόπουλος είχε συμπαραστάτη στις ΗΠΑ τον Πατέρα Καλλίνικο Ζαχαρόπουλο, πρόεδρο της Ελληνιστικής οργάνωσης «Αργοναύτες», που εδρεύει στη Φλόριντα. Ο Πάτερ Καλλίνικος μάζευε χρήματα για τη νομική εκπροσώπηση του και είχε κινητοποιήσει και τον πρώην πρόξενο της Ελλάδας στην Ατλάντα, Δημήτρη Μακρυνικόλα, που είχε προβεί στις δικές του κινήσεις για την υπόθεση.
Η Ελληνική Πολιτεία έχει κάνει όλα τα απαραίτητα για την έκδοση του Φωτόπουλου στη χώρα από το 2003. Ενέκρινε τη μεταφορά του από τις φυλακές των ΗΠΑ στις φυλακές της Ελλάδας, σύμφωνα με τους όρους της διμερούς Σύμβασης του Στρασβούργου.
Τα «αγκάθια» για να δρομολογηθεί κάτι τέτοιο όμως είναι η αμερικανική υπηκοότητα του και η φύση της ποινής. Μια ενδεχόμενη μετατροπή της θανατικής σε ισόβια θα άνοιγε το δρόμο για τη μεταφορά του στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση της Φλόριντα όμως δεν έχει απαντήσει ούτε στο αίτημα του ελληνικού υπουργείου Δικαιοσύνης, ούτε στο προσωπικό του θανατοποινίτη.
Η τύχη του βρίσκεται στα χέρια του κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρικ Σκοτ.
Από το 1976, που επανήλθε η θανατική ποινή στη Φλόριντα, έχουν εκτελεστεί 94 κρατούμενοι, οι 24 εκ των οποίων κατά την εξαετή θητεία του Σκοτ. Αυτό σημαίνει ότι ο ρυθμός έχει αυξηθεί εσχάτως. Ο τελευταίος από τους 94 θανατώθηκε στις 6 του περασμένου Οκτωβρίου.
Οι δικηγόροι του Φωτόπουλου φοβούνται πλέον ότι πλησιάζει η σειρά του, καθώς τα νομικά μέσα (καθυστέρησης) έχουν εξαντληθεί. Εκτός αν η ιδιαιτερότητα της υπόθεσης του – το γεγονός δηλαδή ότι οι εκκλήσεις για έκδοση του στην Ελλάδα έχουν φτάσει πλέον έως τον ΟΗΕ – αναγκάσει τον Σκοτ να λειτουργήσει σαν Πόντιος Πιλάτος.
Κατατάσσοντας και με τη… βούλα στην κατηγορία των «εφτάψυχων» τον πρωταγωνιστή μιας υπόθεσης που θεωρείται μοναδική στα εγκληματολογικά κιτάπια της Φλόριντα.
Πηγή
Τα τεκμήρια με τα οποία καταδικάστηκε σε
θάνατο συνθέτουν ένα σενάριο ευφάνταστου αστυνομικού θρίλερ.
Δύο νεκροί, μία επιζήσασα από απόπειρα δολοφονίας, μία αδίστακτη ερωμένη και στη μέση ένας άνδρας. Ένας άνδρας που έως σήμερα επιμένει ότι, ως θύμα πλεκτάνης, είναι αθώος. Και που εδώ και 27 χρόνια ζει την κάθε μέρα του, αγνοώντας αν (δεν) θα είναι η τελευταία.
O συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων Γκάρι Πρόβοστ δεν έμεινε… ασυγκίνητος. H απίστευτη υπόθεση έγινε από την πένα του βιβλίο, με τον τίτλο «Ο Τέλειος Σύζυγος: Η Αληθινή Ιστορία της Έυπιστης Νύφης που Ανακάλυψε ότι ο Άντρας της Ήταν Ψυχρός Δολοφόνος».
Ο άνδρας αυτός είναι ο Κώστας Φωτόπουλος. Ένας Έλληνας μετανάστης στις ΗΠΑ, που σε ηλικία 17 ετών ξενιτεύτηκε λόγω της αγάπης του για τα αεροπλάνα. Ο πατέρας του δούλευε στην Ολυμπιακή Αεροπορία και ο μικρός έφυγε για σπουδές αεροναυπηγικής στο Σικάγο, όπου ζούσαν οι θείοι του.
Σπούδασε αεροναυπηγός στο Πανεπιστήμιο Lewis και ακολούθως κατηφόρισε στην Ντεϊτόνα της Φλόριντα, για να κάνει το μεταπτυχιακό του στο RibbleAeronauticalUniversity.
Δουλεύοντας παράλληλα σε εστιατόριο γνώρισε τη Λίζα Πασπαλάκη, κόρη ενός Έλληνα επιχειρηματία της Ντεϊτόνα, που σχεδίαζε τη μελλοντική της καριέρα στο τιμόνι της οικογενειακής επιχείρησης. Η γνωριμία με τον Φωτόπουλο όμως της ανέτρεψε τα σχέδια. Τον ερωτεύτηκε και το ζεύγος παντρεύτηκε το 1984.
Η συμβίωση τους κράτησε όμως μόνο πέντε χρόνια. Και διαλύθηκε με τον πιο βίαιο τρόπο.
Τα ξημερώματα της 4ης Νοεμβρίου 1989, ένας 19χρονος άστεγος ονόματι Μπράιαν Τσέις εισέβαλε στην οικία Φωτόπουλου. Κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο, όπου πυροβόλησε μια φορά την Λίζα Φωτοπούλου στο κεφάλι. Προσπάθησε να πυροβολήσει ξανά, αλλά το 22άρι του έπαθε εμπλοκή.
Ο Κώστας Φωτόπουλος πετάχτηκε από τον ύπνο του και χωρίς να πανικοβληθεί, άπλωσε το χέρι κάτω από το κρεβάτι και άρπαξε το πιστόλι του. Δίχως χρονοτριβή πυροβόλησε θανάσιμα τον Μπράιαν Τσέις. Κατόπιν κάλεσε το ασθενοφόρο.
Η Λίζα, ως εκ θαύματος, είχε επιζήσει, αλλά ο Κώστας δεν ήταν κοντά της, στο νοσοκομείο. Μια εβδομάδα μετά το επεισόδιο η αστυνομία τον συνέλαβε ως ύποπτο για την οργάνωση της δολοφονίας της γυναίκας του, καθώς και για τη δολοφονία ενός άλλου άνδρα.
Η υπόθεση ήταν πολύ πιο περίπλοκη από ότι φαινόταν στην αρχή. Τόσο που η ανατροπή των δεδομένων θα άφηνε εμβρόντητο ακόμα και τον πιο δεινό ερευνητή συνωμοσιών.
Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν αποδείχτηκε ότι κατείχε μια 18χρονη, που τύγχανε όμως να είναι ερωμένη του Φωτόπουλου. Το όνομά της νεαρής, Ντίντρε Χαντ και το ποινικό μητρώο της κατάμαυρο. Περίπου ένα χρόνο νωρίτερα, η άρτι αφιχθείσα στην Ντεϊτόνα, Χαντ, είχε εμπλακεί στην απόπειρα δολοφονίας μιας γυναίκας στη Νέα Υόρκη.
Αυτή και μία φίλη της είχαν προσπαθήσει να ληστέψουν τη γυναίκα, η οποία δέχτηκε τέσσερις σφαίρες. Η Χαντ κατέθεσε ότι ήταν η φίλη της αυτή που άνοιξε πυρ. Συμφώνησε με τον εισαγγελέα να καταθέσει εναντίον της, με αντάλλαγμα μια ήπια ποινή για συνεργεία σε ληστεία.
Οκτώ μήνες αργότερα, όμως, η γυναίκα, που είχε επιζήσει, συνήλθε, και κατέθεσε ότι η Χαντ ήταν αυτή που την είχε πυροβολήσει! Η πολιτεία ωστόσο δεν μπορούσε να τη δικάσει εκ νέου για την υπόθεση, καθώς την είχε ήδη καταδικάσει σε ολιγόμηνη φυλάκιση. Η 18χρονη εξέτισε την ποινή της και στη συνέχεια έφυγε από την πολιτεία για νέες… περιπέτειες στην Φλόριντα.
Ένα μήνα μετά την άφιξή της στην Ντεϊτόνα, το καλοκαίρι του ’89, γνώρισε τον Τόνι, διευθυντή ενός μπιλιαρδάδικου στην παραλία. Με τα προφανή ανταλλάγματα, ο Τόνι της βρήκε σπίτι και της υποσχέθηκε ότι θα τη συντηρεί με δικά του χρήματα. Όταν όμως η Χαντ γνώρισε το αφεντικό του Τόνι δεν είχε μάτια πια για τον υπάλληλο.
Το αφεντικό ήταν, φυσικά, ο Κώστας Φωτόπουλος.
Ο ίδιος ο Κώστας περιγράφει τη συμφωνία σε ένα από τα γράμματα που έχει στείλει στο Μάνο Αθανασίου, ένα νομικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων που ζει στο Παρίσι και ασχολείται με την υπόθεση.
«Μια και η κοπέλα ‘’ήταν καλή μαζί μου’’, την προώθησα και στον κοινωνικό τομέα», γράφει. «Εκτός από το διαμέρισμα (που της νοίκιαζα), της αγόραζα και ωραία ρούχα για τα πάρτι, της νοίκιασα αυτοκίνητο και της έδινα χρήματα για χαρτζιλίκι».
Εκείνο τον καιρό ο Φωτόπουλος διαχειριζόταν τα μαγαζιά με τουριστικά είδη που είχε αφήσει πίσω ο πεθερός του μετά το θάνατό του, καθώς και το μπιλιαρδάδικο, το οποίο είχε ανοίξει ο ίδιος. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και είχε την οικονομική άνεση για τη συντήρηση μιας ερωμένης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ωστόσο, η ζήλια του υπαλλήλου του ήταν η αρχή του τέλους.
«Ο Τόνι, μάλλον από ζήλια, είπε στη γυναίκα του ότι εγώ είχα σχέσεις με την Χαντ. Η γυναίκα του, χωρίς να χάσει καιρό, πήρε τηλέφωνο τη δικιά μου και της ανέφερε το γεγονός».
Ο Φωτόπουλος αρνήθηκε κάθε σχέση με τη νεαρή σερβιτόρα, βέβαια, αλλά υποσχέθηκε στη Λίζα ότι θα την απέλυε.
«Φυσικά», γράφει, «τώρα που η γυναίκα μου υποψιαζόταν ότι είχα σχέσεις με την Χαντ έπρεπε να ξεκόψω, πράγμα που άρχισα να κάνω αμέσως».
Η ερμηνεία του Κώστα Φωτόπουλου για τα γεγονότα που ακολούθησαν μοιάζει λογική: Η νεαρή, που βρέθηκε ξαφνικά με διαμέρισμα, αυτοκίνητο, ρούχα και λεφτά, κινδύνευε να επιστρέψει στο δρόμο. Έχοντας και ένα αρκετά σκοτεινό παρελθόν, εύκολο είναι να πιστέψει κανείς ότι αποφάσισε να ξεκάνει τη Λίζα Φωτοπούλου, πρώην Πασπαλάκη, για να μην χάσει τον ευεργέτη – εραστή της.
Την 1η του Νοέμβρη, έγινε η πρώτη επίθεση. Ένας νεαρός άνδρας μπήκε, οπλισμένος, στο κατάστημα που διηύθυνε η Λίζα Φωτοπούλου. Η Λίζα κατάφερε να διαφύγει από αυτό που πίστευε ότι ήταν μια απόπειρα ληστείας. Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι η Ντίντρε Χαντ είχε προσλάβει το νεαρό για να την δολοφονήσει, και πριν από αυτόν είχε προσλάβει άλλους δύο, οι οποίοι ποτέ δεν το αποπειράθηκαν. Ο τέταρτος, όμως, βρήκε το στόχο του. Ήταν ο Μπράιαν Τσέις.
Μια γυναίκα – «αράχνη» σε μία ολέθρια σχέση, πάθη, ζήλια, φθόνος, δολοπλοκία και εγκλήματα. Το σενάριο μοιάζει βγαλμένο από κινηματογραφική παραγωγή του Χόλιγουντ. Αυτό όμως (το σενάριο) είναι η εκδοχή του Κώστα Φωτόπουλου για τα γεγονότα. Εκείνο που τελικά τον καταδίκασε υπερβαίνει τη φαντασία και τις διαστάσεις μιας απλής θεωρίας συνωμοσίας.
Και προέκυψε από μια ανακάλυψη των αστυνομικών στο γκαράζ του υπόπτου. Το εύρημα ήταν μία βιντεοκασέτα μέσα σε μία καφέ τσάντα. Ή αλλιώς μία ταινία, απ’ αυτές που αποκαλούνται snuff movie. Πρόκειται για τις ερασιτεχνικές ταινίες που παρουσιάζουν αληθινά βασανιστήρια, ή αληθινούς φόνους.
Η κασέτα έδειχνε ένα νεαρό άνδρα δεμένο σε ένα δέντρο. Ο 19χρονος Μαρκ Κέβιν Ράμσεϊ έμοιαζε αρκετά φοβισμένος Πίστευε ότι αυτή είναι μια τελετή μύησης σε κάτι σαν συμμορία εκτελεστών. Στο πλάνο φαίνεται άλλη μια φιγούρα – αυτή της Ντίντρε Χαντ, η οποία κρατά ένα πιστόλι 22 χιλιοστών. Το υψώνει και σημαδεύει τον Ράμσεϊ στο στήθος.
Μια ανδρική φωνή, πιθανότατα αυτού που κρατά την κάμερα, της λέει τι να κάνει. Η Χάντ πυροβολεί τρεις φορές. Μετά υψώνει το πιστόλι της λίγο ακόμα, και πυροβολεί τον Ράμσεϊ μια φορά ακόμα, στο κεφάλι. Η εικόνα σβήνει.
Η αστυνομική έρευνα βρήκε το πτώμα του Ράμσεϊ σε ένα δάσος κοντά στη Ντεϊτόνα στα τέλη του Οκτώβρη του ’89. Εκτός από τις τέσσερις σφαίρες της Χαντ, το σώμα του είχε δεχτεί και μια ριπή από Καλάσνικοφ.
Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του Φωτόπουλου, και μετά την κατάθεση της (επίσης συλληφθείσας) Χαντ, η αστυνομία έψαξε σπιθαμή προς σπιθαμή το σπίτι της Μαρίας Πασπαλάκη, πεθεράς του Κώστα, όπου ζούσε το ζευγάρι μαζί με την ίδια και τον αδερφό της Λίζας, Ντίνο.
Εκτός από τη βιντεοκασέτα στο γκαράζ, οι αστυνομικοί, μετά από υπόδειξη της Λίζας, που τον είχε δει «να θάβει κάτι στον κήπο», βρήκαν ένα σακίδιο θαμμένο στο λάκκο του μπάρμπεκιου. Το σακίδιο περιείχε ένα πιστόλι των 22 χιλιοστών, ένα σιγαστήρα, πυρομαχικά, και ένα Καλάσνικοφ.
Αργότερα, στο δικαστήριο, πολλοί μάρτυρες αναγνώρισαν τη φωνή του Φωτόπουλου στην κασέτα (στην Ευρώπη η φωνή θεωρείται μεταβλητό χαρακτηριστικό και δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχεία, στις ΗΠΑ ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο). Η κασέτα ήταν η απαρχή της ιστορίας της Χαντ, η οποία σύντομα έγινε η ιστορία που πίστεψε η Αμερικανική Δικαιοσύνη.
Ο Φωτόπουλος, σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή της αλήθειας, δεν ήταν καθόλου ήσυχος και νομοταγής πολίτης. Εκτός από την μεγάλη του αγάπη για κάθε είδους όπλα (είχε αρκετά στο σπίτι) και παραστρατιωτικά αξεσουάρ, είχε και έξι καταδίκες για κακουργήματα στο παρελθόν («κανένα από αυτά βίαιο», επέμεινε στο δικαστήριο).
Σύμφωνα με καταθέσεις, ήταν γνωστός στην πιάτσα ως πλαστογράφος, και έκανε αρκετά χοντρές δουλειές σε αυτό τον τομέα. Το δικαστήριο, μάλιστα, απεφάνθη ότι ο Μαρκ Ράμσεϊ επιλέχθηκε ως θύμα για την «δοκιμασία» της Χαντ επειδή εκβίαζε τον Φωτόπουλο σε σχέση με αυτές του τις δραστηριότητες.
Η Χαντ υποστήριξε ότι ο Φωτόπουλος την ανάγκασε να πυροβολήσει τον Ράμσεϊ, απειλώντας την ότι αλλιώς θα την σκοτώσει. Ακόμα ότι ήθελε να την δοκιμάσει, για να της αναθέσει στη συνέχεια τη δολοφονία της γυναίκας του. Ακολούθως ο Φωτόπουλος ανέθεσε στην Χαντ να προσλάβει άλλους γι’ αυτό το σκοπό και πυροβόλησε τον Μπράιαν Τσέις, για να παρουσιάσει το συμβάν ως αυτοάμυνα πάνω σε ληστεία.
Επιπλέον, η μάνα της Χαντ κατέθεσε ότι ο Φωτόπουλος είχε ανέβει στο Νιου Χάμσαϊρ και είχε απειλήσει τη ζωή της, αν ποτέ η Ντίντρε τον εγκατέλειπε, δίνοντας άλλη μια εικόνα ενός αδίστακτου, επικίνδυνου ανθρώπου.
Σύμφωνα με την Χαντ το κίνητρο για όλα αυτά ήταν μια ασφάλεια ζωής, αξίας 700.000 δολαρίων, την οποία θα καρπωνόταν σε περίπτωση θανάτου της Λίζας. Ακόμα, ήθελε να απαλλαχθεί από τον κίνδυνο απομάκρυνσης από τα μαγαζιά του πεθερού του, καθώς 11 ημέρες πριν από το συμβάν η σύζυγός του είχε ζητήσει διαζύγιο.
Η Αμερικανική Δικαιοσύνη πείστηκε για την ενοχή και των δύο, και τους καταδίκασε σε θάνατο – πρώτα την Χαντ, και μετά τον Φωτόπουλο. Η ποινή της ερωμένης του, Χαντ, μετατράπηκε αργότερα σε ισόβια και έως σήμερα, 47 ετών πια, βρίσκεται στη φυλακή.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι η Λίζα Πασπαλάκη, πείστηκε εξίσου. Πάγωσε όλα του τα περιουσιακά στοιχεία καταθέτοντας αίτηση διαζυγίου αμέσως μετά την σύλληψή του, με αποτέλεσμα να μην έχει την οικονομική ευχέρεια να προσλάβει έναν ικανό δικηγόρο. Στη δίκη κατέθεσε εναντίον του.
Σήμερα πλέον, η Λίζα, έχει φτιάξει ξανά τη ζωή της και προσπαθεί να ξεχάσει. Στο πλευρό του νέου συζύγου της ονομάζεται πλέον Λίζα Ψαρός. «Ήθελε ο Θεός να ζήσω από τόσες απόπειρες», έχει δηλώσει σε αμερικανικό μέσο.
Με την πλευρά της γυναίκας του να καταθέτει εναντίον του, η οικογένεια του Κώστα Φωτόπουλου ήταν το μόνο στήριγμά του από τους πρώτους μήνες της περιπέτειάς του. Η μοναδική αδερφή του, Μέρσα, κάτοικος Αθηνών, πήγαινε πολύ συχνά στις ΗΠΑ – κάποιες φορές μαζί με τους γονείς της – για να τον δει.
Αυτό συνέβαινε έως και το 2004 που τέθηκε σε απομόνωση. Από την αρχή στρατολόγησε μια ομάδα συμμάχων που μάχεται για τη σωτηρία του – ήτοι την αποτροπή της εκτέλεσης του και την έκδοση και μεταφορά του στην Ελλάδα.
Ο νομικός, Μάνος Αθανασίου, που διατηρούσε τακτική αλληλογραφία με τον Φωτόπουλο, θεωρεί ότι ο Έλληνας κατάδικος υπήρξε άτυχος στη νομική του εκπροσώπηση. Δεδομένου ότι δεν είχε περιουσιακά στοιχεία, δεν μπόρεσε να έχει δικό του δικηγόρο σε όλα τα στάδια της υπόθεσης και αρκέστηκε στους δικηγόρους της πολιτείας.
«Και από αυτούς που προσέλαβε, ένας έφυγε χωρίς να κάνει τίποτα, και ένας άλλος κατέληξε στη φυλακή για φοροδιαφυγή», είχε δηλώσει προ ετών.
Στις αλεπάλληλες εφέσεις που έχει υποβάλλει στις Αρχές των ΗΠΑ, ο Φωτόπουλος επικαλείται αυτή την έλλειψη ικανής νομικής εκπροσώπησης. Στην πρώτη εξ’ αυτών επικαλέστηκε 16 λάθη σε καταθέσεις μαρτύρων και ανάδειξης επιβαρυντικών στοιχείων, που οδήγησαν στην καταδίκη του.
Σε άλλες έκανε λόγο για «αναποτελεσματική βοήθεια συμβούλου», ζητώντας επανεξέταση της υπόθεσης του. Επίσης έχει καταθέσει διαδοχικά αίτημα χάριτος και απαλλαγής από την θανατική ποινή στον Κυβερνήτη της Φλόριντα. Όλες έχουν για την ώρα απορριφθεί.
Η Φλόριντα είναι μία από 32 Πολιτείες της Αμερικής όπου ισχύει η θανατική ποινή. Η φυλακή υψίστης ασφαλείας Starke αποτελείται από 13 πτέρυγες και στεγάζει 13.000 φυλακισμένους. Στην 13η πτέρυγα, που ονομάζεται Deathrow, κρατούνται οι 357 θανατοποινίτες. Έξω από αυτή την πτέρυγα βρίσκεται ένα μικρότερο κτίριο, αυτό των εκτελέσεων με θανατηφόρο ένεση.
Ο μέσος όρος που μένει ένας θανατοποινίτης στην φυλακή στις ΗΠΑ είναι συνήθως 15 χρόνια. Στη Φλόριντα όμως αυτό το νούμερο είναι μεγαλύτερο, καθώς είθισται να παρέχεται η δυνατότητα στους μελλοθάνατους να εξαντλούν όλες τις νομικές οδούς, ήτοι τις εφέσεις που έχουν στη διάθεση τους.
Γενικώς πάντως, σε κάποιες πολιτείες επιβλήθηκε τα τελευταία χρόνια ένα μορατόριουμ εκτελέσεων, με αφορμή την ανατροπή δεδομένων και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Στο Ιλινόις για παράδειγμα, αποδείχτηκε ότι ούτε ένας, ούτε δύο, αλλά 11 θανατοποινίτες ήταν αθώοι τη δεκαετία του ‘90 και ως εκ τούτου ελευθερώθηκαν .
Όταν δοθεί η εντολή για την εκτέλεση, και επιλεγεί η ημερομηνία, ο κρατούμενος αλλάζει κελί και οδηγείται από την DeathRow στη DeathWatch. Εκεί μεταφέρθηκε ο Φωτόπουλος το 2008, οπότε και είχε προγραμματιστεί να εκτελεστεί. Εκκρεμούσε όμως τότε μία από τις πολυάριθμες εκκλήσεις του και η εκτέλεση αναβλήθηκε. Και εκείνη η προσφυγή απορρίφθηκε τον Οκτώβριο του 2008, αλλά από τότε δεν έχει προγραμματιστεί νέα ημερομηνία εκτέλεσης.
Πέραν των προσπαθειών της οικογένειάς του για έκδοση στην Ελλάδα, ο Φωτόπουλος είχε συμπαραστάτη στις ΗΠΑ τον Πατέρα Καλλίνικο Ζαχαρόπουλο, πρόεδρο της Ελληνιστικής οργάνωσης «Αργοναύτες», που εδρεύει στη Φλόριντα. Ο Πάτερ Καλλίνικος μάζευε χρήματα για τη νομική εκπροσώπηση του και είχε κινητοποιήσει και τον πρώην πρόξενο της Ελλάδας στην Ατλάντα, Δημήτρη Μακρυνικόλα, που είχε προβεί στις δικές του κινήσεις για την υπόθεση.
Η Ελληνική Πολιτεία έχει κάνει όλα τα απαραίτητα για την έκδοση του Φωτόπουλου στη χώρα από το 2003. Ενέκρινε τη μεταφορά του από τις φυλακές των ΗΠΑ στις φυλακές της Ελλάδας, σύμφωνα με τους όρους της διμερούς Σύμβασης του Στρασβούργου.
Τα «αγκάθια» για να δρομολογηθεί κάτι τέτοιο όμως είναι η αμερικανική υπηκοότητα του και η φύση της ποινής. Μια ενδεχόμενη μετατροπή της θανατικής σε ισόβια θα άνοιγε το δρόμο για τη μεταφορά του στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση της Φλόριντα όμως δεν έχει απαντήσει ούτε στο αίτημα του ελληνικού υπουργείου Δικαιοσύνης, ούτε στο προσωπικό του θανατοποινίτη.
Η τύχη του βρίσκεται στα χέρια του κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρικ Σκοτ.
Από το 1976, που επανήλθε η θανατική ποινή στη Φλόριντα, έχουν εκτελεστεί 94 κρατούμενοι, οι 24 εκ των οποίων κατά την εξαετή θητεία του Σκοτ. Αυτό σημαίνει ότι ο ρυθμός έχει αυξηθεί εσχάτως. Ο τελευταίος από τους 94 θανατώθηκε στις 6 του περασμένου Οκτωβρίου.
Οι δικηγόροι του Φωτόπουλου φοβούνται πλέον ότι πλησιάζει η σειρά του, καθώς τα νομικά μέσα (καθυστέρησης) έχουν εξαντληθεί. Εκτός αν η ιδιαιτερότητα της υπόθεσης του – το γεγονός δηλαδή ότι οι εκκλήσεις για έκδοση του στην Ελλάδα έχουν φτάσει πλέον έως τον ΟΗΕ – αναγκάσει τον Σκοτ να λειτουργήσει σαν Πόντιος Πιλάτος.
Κατατάσσοντας και με τη… βούλα στην κατηγορία των «εφτάψυχων» τον πρωταγωνιστή μιας υπόθεσης που θεωρείται μοναδική στα εγκληματολογικά κιτάπια της Φλόριντα.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..