Η κ. Ελλη Αντωνιάδου ζει μία ζωή που πολλοί πιθανώς να ζήλευαν. Από το Παχλεβί της Περσίας ξεκίνησε
το ταξίδι τής ζωής της, για να συνεχίσει σε μονοπάτια άλλοτε φωτεινά από χαρά γεμάτα και άλλοτε σκιερά, όταν ακολουθούσε στην εξορία τη στενή της φίλη, σύζυγο του Σάχη.
Και μέσα από αυτά τα ταξίδια όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινε μία δυναμική Ελληνίδα της Διασποράς, με πολύ έντονη την περηφάνια της ελληνικότητάς της.
Την χαρακτήρισαν «Ελληνίδα που γεννήθηκε στο χαβιάρι», «Ελλη της Περσίας», «Ελληνίδα του Ιράν»… Ολα αυτά ανταποκρίνονται στην αλήθεια.
Οντως, η Ελλη Αντωνιάδου γεννήθηκε στην περιοχή που φτιάχνει χαβιάρι, το Παχλεβί, όντως μεγάλωσε στην Τεχεράνη και όντως αναμείχθηκε έντονα με την ελληνική κοινότητα, ανθηρή στα χρόνια τα παλιά για να ξεσπιτωθεί μαζί με την αδερφή και την μητέρα της όταν ο Χομεϊνί κατέλαβε την εξουσία…
Ηρθε στην Ελλάδα, αλλά αεικίνητη και σαν πιστή καλή φίλη συνόδευε την Φαράχ, την σύζυγο του Σάχη, στην εξορία τους, όταν κυνηγημένη η οικογένεια από το καθεστώς του Χομεϊνί, πήγαινε από τη μία χώρα στην άλλη. Είπαμε… ζωή σαν παραμύθι.
Και μόνο έτσι μπορούμε να το αφηγηθούμε, εμείς.
Για την ίδια όμως δεν ήταν παραμύθι, αλλά μία πραγματικότητα που της πρόσφερε βεβαίως πολλές συγκινήσεις και κυρίως πολλές εμπειρίες, που πιθανώς εμείς θα θέλαμε πολλές ζωές για να τις γευτούμε.
Και όταν την ρωτήσαμε τι σκέφτεται μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια των περιπλανήσεων, μας είπε ότι εξακολουθεί να ονειρεύεται την Ιθάκη της. Μία Οδύσσεια σαν αυτή που πέρασαν χιλιάδες Πόντιοι που είχαν ξεριζωθεί από τον τόπο τους. Μόνο που η δική της μακρινή Ιθάκη βρίσκεται στην Περσία…
Αλλωστε, μας λέει με πολύ χιούμορ, «γεννήθηκα στο χαβιάρι στην Κασπία Θάλασσα».
Πράγματι, η Ελλη Αντωνιάδου γεννήθηκε στο μοναδικό νοσοκομείο του Παχλεβί, που τώρα λέγεται Ανζαλί, το οποίο ανήκε στην εταιρεία που εκμεταλλευότανε το χαβιάρι!
ΘΥΜΗΣΕΣ
«Οταν βλέπω τώρα τις βάρκες με τους μετανάστες θυμάμαι την μάνα μου, (σ.σ. Ευτέρπη το γένος Παρασκευόπουλου), να μου διηγείται πώς αναγκάστηκε η οικογένειά της να φύγει από την Τραπεζούντα με βάρκα για να γλιτώσουν την γενοκτονία από τους Τούρκους. Τους ειδοποίησε ένας Τούρκος που εργαζόταν για την οικογένεια στα καπνά που είχαν και τους λέει ‘φύγετε θα σας σκοτώσουν’. Ο παππούς είχε ήδη φύγει στο Σοχούμι της Γεωργία με τα δύο μεγαλύτερα αγόρια.
»Ηταν η μάνα της πέντε ετών το 1920, την τύλιξαν σε μία κουβέρτα, μπήκανε σε μία βάρκα και βγήκανε στο Σοχούμι, όπου ασχολήθηκαν με μικροδουλειές. Το 1930 πολλοί από τη Σοβιετική τότε Ενωση πλέον γύρισαν στην Ελλάδα. Το κομουνιστικό καθεστώς τους έδινε την επιλογή ή να γίνουν κομουνιστές ή να φύγουν. Αλλωστε ο Στάλιν διαμέλισε τις οικογένειες. Πολύ αργότερα βρήκα αδερφή του πατέρα μου στην Τασκένδη, άλλος θείος Αντωνιάδης πάλι από τον πατέρα μου ήταν στη Σιβηρία», αφηγείται η κ. Αντωνιάδου.
Ο παππούς της ήταν διαβασμένος άνθρωπος. Και ήξερε ότι στην Περσία ο Σάχης ζήταγε εργατικό δυναμικό. Η Περσία τότε αναπτυσσόταν. Οι πρόγονοί της ήταν «καπνάδες», δηλαδή ασχολούνταν με τα καπνά. Πήγε λοιπόν ο παππούς της στην περσική πρεσβεία και πήρε πεντάχρονη βίζα. Ξεκίνησαν έτσι 40-50 ελληνικές οικογένειες και μετανάστευσαν στην Περσία. Η δική της οικογένεια από το Σοχούμι μέσω Μπακού του Αζερμπαϊτζάν πέρασε στο Παχλεβί.
«Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο παππούς μου με ένα από τα αδέλφια τής μητέρας μου γύρισε στην Ελλάδα. Του έδωσαν ένα οικόπεδο στη Ροδόπη. Τα άλλα παιδιά, είχαν βολευτεί και παρέμειναν. Αργότερα έστειλαν την οικογένειά μου στην άλλη άκρη της Περσίας, στα σύνορα με το Αφγανιστάν γιατί υπήρχαν και εκεί μεγάλες εκτάσεις για καλλιέργειες καπνών. Η αδελφή μου η συγχωρεμένη γεννήθηκε εκεί. Ηταν δύο χρόνια μικρότερη», εξιστορεί η κυρία Ελλη.
Το ’42 που άρχισε να μυρίζει στην Περσία ο πόλεμος με τη Γερμανία. Τη χώρα την είχαν καταλάβει οι σύμμαχοι, αν και υπήρχαν πολλοί Γερμανοί στην Περσία. «Κάτι σαν πέμπτη αποικία», λέει η Ελλη Αντωνιάδου, εξηγώντας πως ο γέρος Σάχης θαύμαζε πολύ τους Γερμανούς και οι Αγγλοι τον εξόρισαν πρώτα στον Αγιο Μαυρίκιο και μετά στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου και πέθανε. Εβαλαν στη θέση του τον νεαρό τότε γιο του, Μοχαμάντ Ρεζά Παχλεβί. Ηθελαν με κάθε τρόπο να προστατέψουν τα πετρέλαια του Ιράν και του Ιράκ από τις βλέψεις του Χίτλερ.
Η αφήγηση συνεχίζεται και έτσι «όταν άρχισε να μυρίζει ο πόλεμος ο πατέρας μου, όπως και πολλοί άλλοι Ελληνες τα μάζεψαν και πήγαμε στην Τεχεράνη, θεωρώντας πως θα ήμασταν καλύτερα. Ηδη ήταν εκεί ο ένας αδελφός της μάνας μου που είχε εξελιχθεί σε πολύ καλό ράφτη και έραβε για την ελίτ. Εγώ ήμουν 5-6 ετών. Οι Αγγλοι άρχισαν να μαζεύουν τους Ελληνες μέσω του ελληνικού προξενείου, δήθεν ως εθελοντές.
»Από 18 έως 40 χρόνων στρατολόγησαν όλους τους Ελληνες. Τους έντυσαν με αγγλικές στολές και μέσω Βαγδάτης, Μπάσρα (Βασόρα) και Χάιφα τους έστειλαν στην Αλεξάνδρεια. Τον πατέρα μου, επειδή ήξερε λίγο περισσότερα τεχνικά θέματα, τον έβαλαν στο πλοίο ‘Αβέρωφ’. Τον έστειλαν κάποια στιγμή σε μία αποστολή στο Κάιρο, αλλά εκεί σκοτώθηκε σε δυστύχημα με το τραμ. Ηταν Αύγουστος του 1943. Αργότερα έψαξα να βρω τον τάφο του στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και στην πρεσβεία, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Μόνο το όνομά του στο ‘Αβέρωφ’: Βασίλειος Αντωνιάδης, γεννηθείς στην Τουρκία το 1908».
Είναι εκπληκτικό που η κυρία Ελλη θυμάται με τόσες λεπτομέρειες τον χρόνο πηγαίνοντάς τον πίσω δεκαετίες.
«Εμείς είχαμε μείνει πέντε άτομα στην Τεχεράνη όπου είχε αρχίσει να παρατηρείται πείνα. Παιδιά ήμασταν και όπου βλέπαμε ουρά στα μαγαζιά μπαίναμε και εμείς. Ενα παιδί όμως από εμάς πήγαινε και ειδοποιούσε την μητέρα και οι υπόλοιποι καθόμασταν στις ουρές να πάρουμε ό,τι μοίραζαν. Θυμάμαι μάλιστα την μητέρα μου να σηκώνεται ξημερώματα να σταθεί στην ουρά για ψωμί».
Χείμαρος οι αναμνήσεις…
«Την επόμενη χρονιά ξεκίνησα σχολείο. Θυμάμαι τον Νοέμβριο του 1943 να έχουν έρθει στη Τεχεράνη ο Τσώρτσιλ, ο Στάλιν και ο Ρούζβελτ που σχεδίαζαν το τέλος του πολέμου. Τους βλέπαμε επειδή το σπίτι μας ήταν απέναντι από την αγγλική πρεσβεία. Και θυμάμαι ότι τότε είχε ρίξει και πολύ χιόνι.
Το σχολείο που γράφτηκε ήταν η Γαλλική Σχολή.
«Γιατί στη Γαλλική;» ρωτάμε. Γελάει αυθόρμητα. «Επειδή ήταν δίπλα στο σπίτι μας», απάντησε έτσι απλά.
Μεγάλωσε μέχρι τα τέσσερά της χρόνια με Ρωσικά. Στη συνέχεια στο σπίτι μιλούσαν Ελληνικά. Και στην ηλικία των επτά ήδη μιλούσε 4 γλώσσες, αφού ήδη είχε μάθει Περσικά και μαθήτευε στα Γαλλικά. Πολύ αργότερα έμαθε και τα Αγγλικά.
Στο σχολείο «Ζαν Ντ΄Αρκ» γνωρίστηκε με την Φαράχ Ντιμπάχ. Εγιναν αυτό που λέμε «κολλητές» φίλες. Δεν υπήρχαν ευγενείς στην Περσία, αλλά η Φαράχ ανήκε σε πλούσια οικογένεια. Η καταγωγή της όμως πήγαινε πίσω στον Προφήτη Μωάμεθ. Κι αυτό έδινε στην οικογένεια κάποια αίγλη στον ευρύτερο κύκλο. Ηταν και οι δύο ορφανές από πατέρα και αυτό τις έδεσε περισσότερο. Μαζί παντού. Και ως προσκοπίνες έκαναν και ταξίδια στη Γαλλία όπου για προπαγανδιστικούς σκοπούς η γαλλική κυβέρνηση διοργάνωνε αυτά τα ταξίδια πληρώνοντας όλα τα έξοδα.
Οταν αποφοίτησαν, το 1957, πήγαν μαζί για σπουδές στη Σορβόννη. Η Ελλη για Γαλλική Φιλολογία και η Φαράχ για Αρχιτεκτονική. Αρρώστησε όμως η μαμά Ευτέρπη και αναγκάστηκε η Ελλη να επιστρέψει, αφήνοντας τις σπουδές κατά μέρος.
Η Φαράχ γύρισε για διακοπές, λίγο μετά, το 1959. Τότε την συναντά ο Σάχης, του άρεσε και την παντρεύτηκε. «Αλλαξε η ζωή μας ριζικά» μετά από αυτό, λέει η κ. Αντωνιάδου.
Η Φαράχ ήταν η τρίτη γυναίκα του Σάχη. Πρώτος του γάμος ήταν το 1937 με την αδερφή τού Φαρούκ, του βασιλιά της Αιγύπτου, την Φοζιέ. Ηταν μία πανέμορφη γυναίκα που του χάρισε μία κόρη. Αλλά δεν άντεχε την Τεχεράνη, της φάνηκε πολύ μικρή και πληκτική πόλη, τότε ήταν όντως μικρή και ζήτησε διαζύγιο.
Γύρισε στην Αίγυπτο και έμεινε στην Αλεξάνδρεια σε μία έπαυλη που της την παραχώρησε ένας Ελληνας, ονόματι συμπτωματικά κι αυτός Αντωνιάδης. Το κτήμα στο οποίο υπήρχε η έπαυλη είναι σήμερα πάρκο και φέρει και το όνομα τού ομογενή αυτού. Στη συνέχεια ο Σάχης παντρεύτηκε την Σοράγια, πολύ όμορφη και αυτή αλλά δεν του έκανε παιδιά. Μετά είδε την Φαράχ, ψηλή, απλή, όμορφη, αθλητική φυσιογνωμία.
Η είδηση ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. «Εγώ είχα αρχίσει να εργάζομαι, αφού η μητέρα μου ήταν άρρωστη και η Φαράχ ήρθε από το γραφείο που δούλευα. Α! Να πω ότι ήμασταν από τις πρώτες γυναίκες που οδηγούσαμε. Και μου λέει, ‘έλα σε θέλω’. Πάμε σπίτι της και μου εξομολογείται ότι δεν θα πάει Γαλλία. Της απάντησα ‘αποκλείεται. Τι είναι αυτό; Θα πας να τελειώσεις τις σπουδές σου στην Αρχιτεκτονική’. Μου απαντάει ‘παντρεύομαι’. Ποιον; λέω. ‘Guess’ μου απαντάει. Αρχίζω να αραδιάζω ονόματα ανθρώπων που ξέραμε και κούναγε το κεφάλι αρνητικά. Ε, δεν έμεινε κανείς, μόνο ο Σάχης, λέω εγώ περιπαιχτικά. ‘Αυτός΄’ μου λέει. Και έμεινα εκεί και ‘ξαναφτιάξαμε τον κόσμο’ που λένε οι Γάλλοι. Συζητάγαμε όλη νύχτα τι θα κάνουμε στον γάμο της».
Οι δύο νέες ως προσκοπίνες, συνηθισμένες στην οργάνωση, εκείνη τη νύκτα νοερά τακτοποίησαν τα πάντα.
«Τον αγάπησε;» ρωτήσαμε επειδή ο Σάχης ήταν πολύ μεγαλύτερος τής Φαράχ. «Ναι, ήταν 20 χρόνια μεγαλύτερός της. Αλλά ήταν αθλητικός τύπος, στεκότανε όμορφα, ντυνότανε και πολύ ωραία, της έκανε εντύπωση. Της είχε κάνει και εξήγηση ότι θέλει μία σύντροφο γιατί η διακυβέρνηση ήταν δύσκολη υπόθεση. Μετά και η Φαράχ τον αγάπησε και αυτός επίσης. Εκαναν και τέσσερα παιδιά. Ηταν μία δεμένη οικογένεια».
Ο κ. Αντωνιάδου θυμάται και γελάει πως όταν τον είδε από κοντά καρφώθηκε στα μάτια του. «Είχε πολύ ωραία μάτια», λέει και του τι είπε: «Μεγαλειότατε έχετε ωραία μάτια».
Οταν έφτασε η ημέρα του γάμου, πήγε πρώτα στο σπίτι της Φαράχ και την βοήθησε να ντυθεί. Μετά έτρεξε στο δικό της σπίτι ντύθηκε και πήγε στο γάμο συνοδευόμενη από τον Ελληνα πρέσβη, τότε ήταν ο Αλέξανδρος Μάτσας, διαπιστευμένος στην Αγκυρα.
«Μετά, μετά;» ρωτάμε λες με την αγωνία των παιδιών που ακούνε ένα παραμύθι: «Μετά το γάμο την έχασα για δύο μήνες. Επρεπε να μάθει το πρωτόκολλο. Κάποια μέρα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να πάω να την δω. Από τότε μείναμε αχώριστες. Και ειδικά κάθε Παρασκευή –ημέρα αργίας για τους μουσουλμάνους– τρώγαμε μαζί στο Παλάτι».
Μας εξηγεί ότι ο γάμος έγινε το 1959, αλλά η ενθρόνιση της Φαράχ ως αυτοκράτειρας (Σαχ – μπανού) και διάδοχος του θρόνου έγινε το 1967, επειδή ο Σάχης ήθελε να σιγουρευτεί ότι θα είχε διαδόχους.
Η κίνηση αυτή του Σάχη ήταν επαναστατική για τα δεδομένα της εποχής στη χώρα του. Για πρώτη φορά στα 2.500 χρόνια της περσικής μοναρχίας υπήρξε αυτοκράτειρα και διάδοχος.
«Εγώ όλα αυτά τα χρόνια ασχολούμην με την ελληνική παροικία, την Εκκλησία και τους Ρώσους, που ως ορθόδοξοι δεν είχαν επαφή με τη Σοβιετική Ενωση.
Παράλληλα, ταξίδευα με το αυτοκρατορικό ζεύγος. Μάλιστα, το πρώτο μας ταξίδι ήταν το 1962 στην Αμερική επί Κένεντι. Μαζί τους μπήκα στον Λευκό Οίκο ως Κυρία των Τιμών, αν και δεν υπήρχε τέτοιος τίτλος».
Μαζί με το αυτοκρατορικό ζεύγος δείπνησε δύο φορές στον Λευκό Οίκο, μία επί Κένεντι και μία επί Νίξον, τρεις φορές στο Κρεμλίνο, μία με Χρουτσόφ και δύο με Μπρέζνιεφ, και μία στο Πεκίνο το 1972 σε επίσημο δείπνο που είχε παραθέσει ο Τσου Εν Λάι, μιας και ο Μάο Τσε Τουνγκ ήταν άρρωστος.
Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο γεμάτη ήταν η ζωή της εκείνη την εποχή. Από την ελληνική παροικία, όπου είχε εκλεγεί πρόεδρος -κάτι που έγινε για πρώτη φορά παγκοσμίως- μέχρι το παλάτι, η ζωή της συνεχώς ήταν ένα ενδιαφέρον για τους άλλους! Πού καιρός να κάνει δική της οικογένεια. «Ι am alone, but not lonely», λέει με χαμόγελο.
Εγινε νονά σε έξι παιδιά, τα οποία παραμένουν δεμένα μαζί της. Κι επειδή τα τρία ορφάνεψαν από γονείς την λένε και μαμά. «Μέχρι τώρα μοιράζομαι μαζί τους χαρές, λύπες και τις αγάπες τους», λέει και το πρόσωπό της παίρνει μία μητρική έκφραση, δηλαδή, γλυκαίνει απέραντα.
Και δεν ήταν μόνον αυτό. Στα χρόνια της Τεχεράνης μεσολάβησε και υιοθετήθηκαν οκτώ ορφανά παιδιά. Κι επειδή παρακολουθεί την πορεία τους, λέει με φανερή ικανοποίηση ότι κάποια από αυτά έγιναν μεγάλα και τρανά.
Η συζήτηση όμως γυρνά πάλι στο παλάτι.«Ο Σάχης ήταν διαχυτικός μαζί σας;» ρωτάμε.
«Οχι δεν με ξεχώριζε, αν και ήξερε ότι είμαι Ελληνίδα. ‘Εσύ είσαι η Ελλη;’ με ρώτησε την πρώτη φορά που με είδε. Και με είχε σε εκτίμηση επειδή ήξερε ότι ήμουν πολύ δραστήρια. Διάβαζα, ασχολούμην με τα κοινοτικά, με την ορθόδοξη εκκλησία, όπου έγινα και πρόεδρος της κοινότητας… Γνώριζα τους διπλωμάτες, μεσολαβούσα όπου μπορούσα για διάφορες υποθέσεις της Ομογένειας. Και αυτά τα εκτιμούσε ο Σάχης. Αλλωστε ως λαοί μοιάζουμε…».
Πράγματι η Ελλη ως πρόεδρος της κοινότητας γνώρισε όλους όσοι πήγαιναν εκεί από την Ελλάδα. Πρέσβεις, υπουργούς , καλλιτέχνες… Γνώρισε τους πάντες…
«Γιατί έχουμε κοινά με τους Πέρσες» μας υπογράμμισε… «Είμαστε δύο λαοί που δεν ανήκουμε αλλού. Οι Ελληνες δεν είμαστε Λατίνοι, ούτε Σλάβοι, ούτε Αγγλοσάξωνες. Είμαστε μοναδικοί και με τη γλώσσα μας. Και οι Πέρσες με βαθύ πολιτισμό δεν είναι Αραβες ή Ινδοί , είναι μοναδικοί και η γλώσσα τους επίσης. Υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση… Και ο Πρωθυπουργός τους ο Χοβεϊντά είχε ζήσει στην Αθήνα μετά τον πόλεμο. Ηξερε την Τσαλδάρη, την Ποταμιάνου κ.α. Ο Σάχης βέβαια ποτέ δεν μπόρεσε να έρθει Ελλάδα λόγω χρόνιων δεσμών με την Τουρκία, αλλά ήθελε πολύ…».
Βοήθησε μάλιστα πολύ στη συγγραφή του βιβλίου του καθηγητή Ευάγγελου Βενέτη «Ελληνες στο σύγχρονο Ιράν» (Εκδόσεις Πορεία).
Ο Κάρολος Παπούλιας τής είχε πει ότι επισκέφτηκε την Τεχεράνη δώδεκα φορές. Και εκτιμούσε τον περσικό λαό. Μια φορά ως Πρόεδρος τής εξέφρασε την εκτίμησή του για το περσικό φαγητό. Τότε η Ελλη φρόντισε να του μαγειρέψει και ο Κάρολος Παπούλιας με δώδεκα άτομα έφαγαν σπίτι της ό,τι καλό τους μαγείρεψε από την περσική κουζίνα.
Η Ελλη συνέχισε να ταξιδεύει στην Ελλάδα όπου γνώριζε συνέχεια πολιτικούς και διπλωμάτες. Ετσι, τον Νοέμβριο του 1978 ο υπουργός Τσαλδάρης ειδοποίησε την Ελλη: «Μην γυρίζεις πίσω. Είναι τελειωμένη η υπόθεση. Θέλουν να διώξουν τον Σάχη».
Η ίδια όμως επέστρεψε στην Τεχεράνη. Ηταν η μητέρα, η αδερφή της και οι φίλοι εκεί. Πού να τους αφήσει; «Εφυγα στις 4 Ιανουαρίου του 1979 οριστικά από την Τεχεράνη. Ο Σάχης και η Φαράχ έφυγαν στις 15 Φεβρουαρίου του 1979. Η ίδια η Φαράχ μού είχε πει να φύγω. Τότε είχαμε στρατιωτικό νόμο. Θυμάμαι ακόμη την κατάσταση στο αεροδρόμιο. Χιλιάδες Αμερικανοί και Ισραηλινοί με τις οικογένειες, τα σκυλιά τους, τα πράγματά τους να συνωστίζονται να φύγουν. Εφιαλτική κατάσταση.
Κάθε μέρα έγραφαν έξω από το σπίτι μας ‘θάνατος στον Σάχη΄. Εβγαινε η γριά μάνα μου και έσβηνε τα συνθήματα. Κι αυτοί έγραφαν πάλι.
«Αν έμενα θα κινδύνευα σίγουρα’», αποκρίθηκε σε σχετικό μας ερώτημα. Εφυγε έτσι κι άφησε τη μάνα της με την αδερφή της, το σκυλάκι τους και την οικιακή βοηθό. Μάλιστα, έκλαιγε η υπηρεσία γιατί φοβόταν ότι θα την σκότωνε, αφού ως μουσουλμάνα δούλευε για χριστιανούς. «Η μάνα μου έμεινε να φυλάει το σπίτι. ‘Δεν φοβάμαι επαναστάσεις εγώ’ έλεγε. Εμεινε μέχρι το Μάιο του 1979 όταν πια είχε εγκαθιδρυθεί η Ισλαμική Δημοκρατία. Και σκότωναν κόσμο τότε. Πολύ κόσμο.
»Αλλά άρχισαν να πειράζουν την μητέρα μου και την αδερφή μου. Τους πίεσα και ήρθαν τελικά με τα ελληνικά τους διαβατήρια. Μόνον όταν ήρθαν μπόρεσα ήσυχη να πάω να βρω στις Μπαχάμες την Φαράχ με τον Σάχη, που είχαν φύγει από το Μαρόκο. Ο Σάχης είχε διαγνωστεί με καρκίνο. Αλλά κανείς δεν ήθελε να κρατήσει το βασιλικό ζεύγος. Εγώ στη Νέα Υόρκη προσπαθούσα με επαφές να πείσουμε το Φόρεϊν Οφις να δώσει βίζα να μείνουν στις Μπαχάμες. Ηταν ανένδοτοι και το ζεύγος αναχώρησε για το Μεξικό. Κι από εκεί τους είπαν να φύγουν και επειδή ο καρκίνος ήταν επιθετικός, πήγαμε στη Νέα Υόρκη για την εγχείρηση του Σάχη.
Κάθε μέρα θυμάμαι γύρω από το Νοσοκομείο Ιρανοί να διαδηλώνουν εναντίον του. Και οι Αμερικανοί του είχαν πει κάνε την εγχείρηση και φύγε. Κανείς δεν τους ήθελε. Τέτοια φρικτή συμπεριφορά σε έναν άρρωστο άνθρωπο».
Η Ελλη έζησε από κοντά όλη την ταλαιπωρία του βασιλικού ζεύγους. Βρεθήκανε στη συνέχεια στον Παναμά. Ούτε εκεί μπόρεσαν να σταθούν και με ένα αεροπλάνο που μίσθωσαν πετάξανε στις Αζόρες. Κάνανε μία στάση σε στρατιωτικό αεροδρόμιο με τον Σάχη εμπύρετο στο αεροπλάνο. Καμία χώρα, ούτε οι ΗΠΑ, δεν ήθελαν να κακοκαρδίσουν τον Χομεϊνί που ζήτησε την κεφαλή του Σάχη επί πίνακι. Ο άλλοτε κραταιός ηγέτης της Περσίας δεν ήταν πουθενά ευπρόσδεκτος εκτός από την Αίγυπτο, όπου και κατέληξαν τελικά. Μόνον ο Σαντάντ τού είχε μείνει πιστός φίλος. Και αυτό το πλήρωσε με τη ζωή του ο Αιγύπτιος πρόεδρος ένα χρόνο αργότερα. Τον σκότωσαν οι Αδερφοί Μουσουλμάνοι.
Στην Αίγυπτο έκανε την εγχείρηση ο Σάχης έχοντας φέρει γιατρούς από ΗΠΑ και Γαλλία.
Ηδη είχε κάνει την πρώτη εγχείρηση στη Νέα Υόρκη, αλλά οι γιατροί στο Κάιρο είπαν ότι δεν είχε πολύ ζωή. Εκανε τις χημειοθεραπείες του, αλλά στους έξι μήνες πέθανε. Ολο αυτό το εξάμηνο η Ελλη ήταν δίπλα στην Φαράχ που φιλοξενούνταν σε ένα παλάτι έξω από το Κάιρο.
«Πού μένει τώρα η Φαράχ;» Ρωτήσαμε.
«Στο Παρίσι», μας λέει, ενώ τα παιδιά και τα εγγόνια είναι πια Αμερικανοί πολίτες.
«Στη Νέα Υόρκη πώς βρεθήκατε;» ρωτάμε.
«Οταν πέθανε ο Σάχης γύρισα στην Αθήνα ψάχνοντας για δουλειά. Ηθελα πολύ να δουλέψω για τον Απόδημο Ελληνισμό. Αλλά δεν ευδοκίμησε να γίνει… Εγώ τότε ήξερα τον Ηλία Λαλαούνη, τον ήξερα από την Τεχεράνη, τον είχα συστήσει και στο Παλάτι. Ο ίδιος τότε με ρώτησε τι θέλω να κάνω και μου είπε ότι ήθελε κάποιον να προσέχει το κατάστημα στη Νέα Υόρκη. Δέχτηκα και τον Απρίλιο του 1981 έφτασα εκεί.
»Είχα όμως πολλές γνωριμίες με Αμερικανούς από την εποχή της Τεχεράνης. Από την Μπάρμπαρα Γουόλτερς (Barbara Walters) μέχρι την εκδότρια της ‘Washigton Post’, Κατερίνα Γκράχαμ (Katharine Graham) και άλλους πολλούς. Οταν όμως πήγα στην αμερικανική πρεσβεία να πάρω βίζα δεν μου έδιναν γιατί είχα γεννηθεί στο Ιράν. Τότε βάλαμε τα μεγάλα μέσα από Ελληνοαμερικανούς και έτσι πήρα τη βίζα μου».
Αλλες αναμνήσεις από εκεί. 25 χρόνια έζησε. Πελάτες ο Ντόναλντ Τραμπ, η Παλόμα Πικάσο, ενώ η πρώτη που πήγε να τη δει ήταν η Μπάρμπαρα Γουόλτερς. Αρπαξε με το ζόρι την Ελλη και πήγαν για γεύμα. Μία ημέρα είχε έρθει η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, έξι η ώρα που έκλεινε το κατάστημα. Μέχρι τις 8 το βράδυ διάλεγε χρυσαφικά.
Τελικά πήρε δύο βραχιόλα. Από εκεί πέρασε και η Μαντλίντ Ολμπράιτ. Κοιτούσε τη βιτρίνα και ήταν διστακτική. Βγαίνει η Ελλη και ευγενικά την καλεί μέσα… «Δεν με παίρνει», λέει η Ολμπράιτ… «Ω ναι, σας παίρνει» της λέει η Ελλη και την τράβηξε μέσα.
Τα χρόνια στο Λαλαούνη είναι από μόνα τους μία ξεχωριστή ανάμνηση που θα μπορούσε να ξεδιπλώσει σε πολλές σελίδες.
«Στη Νέα Υόρκη πέρασα πολύ όμορφα. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ξένη. Είναι πολυπολιτισμική μεγαλούπολη και βρήκα εκεί μία ωραία ελληνική παροικία» που με αγκάλιασε.
Ηταν έντονη η ζωή, είχε ενδιαφέρον η ζωή εκεί. Εκλεινε το κατάστημα Λαλαούνη αργά το απόγευμα και πήγαινε και ασχολούνταν με την παροικία. Βοηθούσε στο Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού. Ασχολούνταν και με την Εκκλησία, καθώς η γνωριμία της με τον Ιάκωβο ήταν αξέχαστη. Εχει μόνο καλά λόγια να πει για όλους. Πού να τους καταγράψεις όλους! Κάποιοι όμως από αυτούς άφησαν το στίγμα τους στη ζωή της. Θέλει να τους αναφέρει γιατί είχε δεθεί μαζί τους.
Αναφέρει τον Αλέκο Παπαμάρκου. «Ηξερε να ‘δένει’ Ελλάδα, Ομογένεια και ΗΠΑ. Αληθινός πατριώτης, λάτρευε και τις δύο χώρες και πολύ ζωντανός άνθρωπος. Ενας ‘bon viveur’» λέει και συνεχίζει:
«Γνώρισα την οικογένεια Μάικλ και Μαίρης Τζαχάρη, επίσης σημαντικοί ομογενείς. Τον Πέτρο Γουλανδρή, την Μαρία Πατέρα, την Φρόσω Μπέη, την οικογένεια Κεφαλίδη, τον Αντώνη Διαματάρη, εκδότη και διευθυντή του «Εθνικού Κήρυκα» και δεν μπορώ να μην αναφέρω τον Ανδρέα Δρακόπουλο. Τον γνώρισα ως φοιτητή και αργότερα όταν συστάθηκε το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, προσπάθησα να τον βοηθήσω με τις γνώσεις και την πείρα μου. Και οφείλω να εκφράσω την περηφάνια μου που το ΙΣΝ εξελίχθηκε σε παγκόσμιο φιλανθρωπικό οργανισμό. Χωρίς βεβαίως να υποτιμώ άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα».
Την ρωτάμε όμως και για τον αείμνηστο Ιόλα, που τον είδαμε σε φωτογραφίες μαζί της. «Είχαμε γνωριστεί και είχαμε αναπτύξει μεγάλη φιλία. Τον είχα εκτιμήσει και ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Και χάρηκα ιδιαίτερα που τις προάλλες διάβασα ότι ο Δήμος Αγίας Παρασκευής αποφάσισε να κάνει μουσείο την βίλα του».
Η Ελλη Αντωνιάδου γύρισε στην Ελλάδα όταν αρρώστησε η αδερφή της. Δεν σταμάτησε πάντως τα ταξίδια. Πήγαινε τακτικά στη Νέα Υόρκη, όπως και στο Παρίσι για την Φαράχ. Επίσης, πηγαίνουν ακόμη οι δυο τους στο Κάιρο όπου είναι θαμμένος ο Σάχης. Δεν πλήττει καθόλου. Ακόμη και σήμερα. Αλλά βαθιά μέσα της ονειρεύεται την Τεχεράνη. Λέει χαρακτηριστικά με νοσταλγία ότι ως Ποντία, η Οδύσσειά της συνεχίζεται επειδή ακριβώς δεν μπορεί να ξαναπατήσει το έδαφος της Περσίας…
Από εκεί και πέρα, αν εξαιρέσουμε το προσωπικό της όνειρο για τη χώρα των παιδικών της χρόνων, μας εξομολογείται ότι θα ήθελε πολύ να δει όλους τους μεγάλους ευεργέτες να βοηθήσουν το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας «Ι. Ν. Καζάζης» στη Θεσσαλονίκη.
Γιατί; Eπειδή πιστεύει ότι πρέπει να είμαστε υπερήφανοι όχι μόνο για το παρελθόν αλλά και για το παρόν και το μέλλον. Και αυτά είναι όλα συνδεδεμένα. Ολοι δακρύζουμε από περηφάνια, λέει, όταν βλέπουμε να εισέρχεται πρώτη η ελληνική σημαία στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων.
«Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να κρατάμε ζωντανή την ελληνική γλώσα» λέει, αφού για την ίδια ορμητήριο παραμένει ο αθεράπευτος έρωτας με την Ελλάδα, όπως άλλωστε πολλών, μα πολλών άλλων ομογενών σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης.
** Οι φωτογραφίες είναι ευγενική παραχώρηση της κ. Ελλης Αντωνιάδου.
Πηγή
το ταξίδι τής ζωής της, για να συνεχίσει σε μονοπάτια άλλοτε φωτεινά από χαρά γεμάτα και άλλοτε σκιερά, όταν ακολουθούσε στην εξορία τη στενή της φίλη, σύζυγο του Σάχη.
Και μέσα από αυτά τα ταξίδια όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινε μία δυναμική Ελληνίδα της Διασποράς, με πολύ έντονη την περηφάνια της ελληνικότητάς της.
Την χαρακτήρισαν «Ελληνίδα που γεννήθηκε στο χαβιάρι», «Ελλη της Περσίας», «Ελληνίδα του Ιράν»… Ολα αυτά ανταποκρίνονται στην αλήθεια.
Οντως, η Ελλη Αντωνιάδου γεννήθηκε στην περιοχή που φτιάχνει χαβιάρι, το Παχλεβί, όντως μεγάλωσε στην Τεχεράνη και όντως αναμείχθηκε έντονα με την ελληνική κοινότητα, ανθηρή στα χρόνια τα παλιά για να ξεσπιτωθεί μαζί με την αδερφή και την μητέρα της όταν ο Χομεϊνί κατέλαβε την εξουσία…
Ηρθε στην Ελλάδα, αλλά αεικίνητη και σαν πιστή καλή φίλη συνόδευε την Φαράχ, την σύζυγο του Σάχη, στην εξορία τους, όταν κυνηγημένη η οικογένεια από το καθεστώς του Χομεϊνί, πήγαινε από τη μία χώρα στην άλλη. Είπαμε… ζωή σαν παραμύθι.
Και μόνο έτσι μπορούμε να το αφηγηθούμε, εμείς.
Για την ίδια όμως δεν ήταν παραμύθι, αλλά μία πραγματικότητα που της πρόσφερε βεβαίως πολλές συγκινήσεις και κυρίως πολλές εμπειρίες, που πιθανώς εμείς θα θέλαμε πολλές ζωές για να τις γευτούμε.
Και όταν την ρωτήσαμε τι σκέφτεται μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια των περιπλανήσεων, μας είπε ότι εξακολουθεί να ονειρεύεται την Ιθάκη της. Μία Οδύσσεια σαν αυτή που πέρασαν χιλιάδες Πόντιοι που είχαν ξεριζωθεί από τον τόπο τους. Μόνο που η δική της μακρινή Ιθάκη βρίσκεται στην Περσία…
Αλλωστε, μας λέει με πολύ χιούμορ, «γεννήθηκα στο χαβιάρι στην Κασπία Θάλασσα».
Πράγματι, η Ελλη Αντωνιάδου γεννήθηκε στο μοναδικό νοσοκομείο του Παχλεβί, που τώρα λέγεται Ανζαλί, το οποίο ανήκε στην εταιρεία που εκμεταλλευότανε το χαβιάρι!
ΘΥΜΗΣΕΣ
«Οταν βλέπω τώρα τις βάρκες με τους μετανάστες θυμάμαι την μάνα μου, (σ.σ. Ευτέρπη το γένος Παρασκευόπουλου), να μου διηγείται πώς αναγκάστηκε η οικογένειά της να φύγει από την Τραπεζούντα με βάρκα για να γλιτώσουν την γενοκτονία από τους Τούρκους. Τους ειδοποίησε ένας Τούρκος που εργαζόταν για την οικογένεια στα καπνά που είχαν και τους λέει ‘φύγετε θα σας σκοτώσουν’. Ο παππούς είχε ήδη φύγει στο Σοχούμι της Γεωργία με τα δύο μεγαλύτερα αγόρια.
»Ηταν η μάνα της πέντε ετών το 1920, την τύλιξαν σε μία κουβέρτα, μπήκανε σε μία βάρκα και βγήκανε στο Σοχούμι, όπου ασχολήθηκαν με μικροδουλειές. Το 1930 πολλοί από τη Σοβιετική τότε Ενωση πλέον γύρισαν στην Ελλάδα. Το κομουνιστικό καθεστώς τους έδινε την επιλογή ή να γίνουν κομουνιστές ή να φύγουν. Αλλωστε ο Στάλιν διαμέλισε τις οικογένειες. Πολύ αργότερα βρήκα αδερφή του πατέρα μου στην Τασκένδη, άλλος θείος Αντωνιάδης πάλι από τον πατέρα μου ήταν στη Σιβηρία», αφηγείται η κ. Αντωνιάδου.
Ο παππούς της ήταν διαβασμένος άνθρωπος. Και ήξερε ότι στην Περσία ο Σάχης ζήταγε εργατικό δυναμικό. Η Περσία τότε αναπτυσσόταν. Οι πρόγονοί της ήταν «καπνάδες», δηλαδή ασχολούνταν με τα καπνά. Πήγε λοιπόν ο παππούς της στην περσική πρεσβεία και πήρε πεντάχρονη βίζα. Ξεκίνησαν έτσι 40-50 ελληνικές οικογένειες και μετανάστευσαν στην Περσία. Η δική της οικογένεια από το Σοχούμι μέσω Μπακού του Αζερμπαϊτζάν πέρασε στο Παχλεβί.
«Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο παππούς μου με ένα από τα αδέλφια τής μητέρας μου γύρισε στην Ελλάδα. Του έδωσαν ένα οικόπεδο στη Ροδόπη. Τα άλλα παιδιά, είχαν βολευτεί και παρέμειναν. Αργότερα έστειλαν την οικογένειά μου στην άλλη άκρη της Περσίας, στα σύνορα με το Αφγανιστάν γιατί υπήρχαν και εκεί μεγάλες εκτάσεις για καλλιέργειες καπνών. Η αδελφή μου η συγχωρεμένη γεννήθηκε εκεί. Ηταν δύο χρόνια μικρότερη», εξιστορεί η κυρία Ελλη.
Το ’42 που άρχισε να μυρίζει στην Περσία ο πόλεμος με τη Γερμανία. Τη χώρα την είχαν καταλάβει οι σύμμαχοι, αν και υπήρχαν πολλοί Γερμανοί στην Περσία. «Κάτι σαν πέμπτη αποικία», λέει η Ελλη Αντωνιάδου, εξηγώντας πως ο γέρος Σάχης θαύμαζε πολύ τους Γερμανούς και οι Αγγλοι τον εξόρισαν πρώτα στον Αγιο Μαυρίκιο και μετά στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου και πέθανε. Εβαλαν στη θέση του τον νεαρό τότε γιο του, Μοχαμάντ Ρεζά Παχλεβί. Ηθελαν με κάθε τρόπο να προστατέψουν τα πετρέλαια του Ιράν και του Ιράκ από τις βλέψεις του Χίτλερ.
Η αφήγηση συνεχίζεται και έτσι «όταν άρχισε να μυρίζει ο πόλεμος ο πατέρας μου, όπως και πολλοί άλλοι Ελληνες τα μάζεψαν και πήγαμε στην Τεχεράνη, θεωρώντας πως θα ήμασταν καλύτερα. Ηδη ήταν εκεί ο ένας αδελφός της μάνας μου που είχε εξελιχθεί σε πολύ καλό ράφτη και έραβε για την ελίτ. Εγώ ήμουν 5-6 ετών. Οι Αγγλοι άρχισαν να μαζεύουν τους Ελληνες μέσω του ελληνικού προξενείου, δήθεν ως εθελοντές.
»Από 18 έως 40 χρόνων στρατολόγησαν όλους τους Ελληνες. Τους έντυσαν με αγγλικές στολές και μέσω Βαγδάτης, Μπάσρα (Βασόρα) και Χάιφα τους έστειλαν στην Αλεξάνδρεια. Τον πατέρα μου, επειδή ήξερε λίγο περισσότερα τεχνικά θέματα, τον έβαλαν στο πλοίο ‘Αβέρωφ’. Τον έστειλαν κάποια στιγμή σε μία αποστολή στο Κάιρο, αλλά εκεί σκοτώθηκε σε δυστύχημα με το τραμ. Ηταν Αύγουστος του 1943. Αργότερα έψαξα να βρω τον τάφο του στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και στην πρεσβεία, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Μόνο το όνομά του στο ‘Αβέρωφ’: Βασίλειος Αντωνιάδης, γεννηθείς στην Τουρκία το 1908».
Είναι εκπληκτικό που η κυρία Ελλη θυμάται με τόσες λεπτομέρειες τον χρόνο πηγαίνοντάς τον πίσω δεκαετίες.
«Εμείς είχαμε μείνει πέντε άτομα στην Τεχεράνη όπου είχε αρχίσει να παρατηρείται πείνα. Παιδιά ήμασταν και όπου βλέπαμε ουρά στα μαγαζιά μπαίναμε και εμείς. Ενα παιδί όμως από εμάς πήγαινε και ειδοποιούσε την μητέρα και οι υπόλοιποι καθόμασταν στις ουρές να πάρουμε ό,τι μοίραζαν. Θυμάμαι μάλιστα την μητέρα μου να σηκώνεται ξημερώματα να σταθεί στην ουρά για ψωμί».
Χείμαρος οι αναμνήσεις…
«Την επόμενη χρονιά ξεκίνησα σχολείο. Θυμάμαι τον Νοέμβριο του 1943 να έχουν έρθει στη Τεχεράνη ο Τσώρτσιλ, ο Στάλιν και ο Ρούζβελτ που σχεδίαζαν το τέλος του πολέμου. Τους βλέπαμε επειδή το σπίτι μας ήταν απέναντι από την αγγλική πρεσβεία. Και θυμάμαι ότι τότε είχε ρίξει και πολύ χιόνι.
Το σχολείο που γράφτηκε ήταν η Γαλλική Σχολή.
«Γιατί στη Γαλλική;» ρωτάμε. Γελάει αυθόρμητα. «Επειδή ήταν δίπλα στο σπίτι μας», απάντησε έτσι απλά.
Μεγάλωσε μέχρι τα τέσσερά της χρόνια με Ρωσικά. Στη συνέχεια στο σπίτι μιλούσαν Ελληνικά. Και στην ηλικία των επτά ήδη μιλούσε 4 γλώσσες, αφού ήδη είχε μάθει Περσικά και μαθήτευε στα Γαλλικά. Πολύ αργότερα έμαθε και τα Αγγλικά.
Στο σχολείο «Ζαν Ντ΄Αρκ» γνωρίστηκε με την Φαράχ Ντιμπάχ. Εγιναν αυτό που λέμε «κολλητές» φίλες. Δεν υπήρχαν ευγενείς στην Περσία, αλλά η Φαράχ ανήκε σε πλούσια οικογένεια. Η καταγωγή της όμως πήγαινε πίσω στον Προφήτη Μωάμεθ. Κι αυτό έδινε στην οικογένεια κάποια αίγλη στον ευρύτερο κύκλο. Ηταν και οι δύο ορφανές από πατέρα και αυτό τις έδεσε περισσότερο. Μαζί παντού. Και ως προσκοπίνες έκαναν και ταξίδια στη Γαλλία όπου για προπαγανδιστικούς σκοπούς η γαλλική κυβέρνηση διοργάνωνε αυτά τα ταξίδια πληρώνοντας όλα τα έξοδα.
Οταν αποφοίτησαν, το 1957, πήγαν μαζί για σπουδές στη Σορβόννη. Η Ελλη για Γαλλική Φιλολογία και η Φαράχ για Αρχιτεκτονική. Αρρώστησε όμως η μαμά Ευτέρπη και αναγκάστηκε η Ελλη να επιστρέψει, αφήνοντας τις σπουδές κατά μέρος.
Η Φαράχ γύρισε για διακοπές, λίγο μετά, το 1959. Τότε την συναντά ο Σάχης, του άρεσε και την παντρεύτηκε. «Αλλαξε η ζωή μας ριζικά» μετά από αυτό, λέει η κ. Αντωνιάδου.
Η Φαράχ ήταν η τρίτη γυναίκα του Σάχη. Πρώτος του γάμος ήταν το 1937 με την αδερφή τού Φαρούκ, του βασιλιά της Αιγύπτου, την Φοζιέ. Ηταν μία πανέμορφη γυναίκα που του χάρισε μία κόρη. Αλλά δεν άντεχε την Τεχεράνη, της φάνηκε πολύ μικρή και πληκτική πόλη, τότε ήταν όντως μικρή και ζήτησε διαζύγιο.
Γύρισε στην Αίγυπτο και έμεινε στην Αλεξάνδρεια σε μία έπαυλη που της την παραχώρησε ένας Ελληνας, ονόματι συμπτωματικά κι αυτός Αντωνιάδης. Το κτήμα στο οποίο υπήρχε η έπαυλη είναι σήμερα πάρκο και φέρει και το όνομα τού ομογενή αυτού. Στη συνέχεια ο Σάχης παντρεύτηκε την Σοράγια, πολύ όμορφη και αυτή αλλά δεν του έκανε παιδιά. Μετά είδε την Φαράχ, ψηλή, απλή, όμορφη, αθλητική φυσιογνωμία.
Η είδηση ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. «Εγώ είχα αρχίσει να εργάζομαι, αφού η μητέρα μου ήταν άρρωστη και η Φαράχ ήρθε από το γραφείο που δούλευα. Α! Να πω ότι ήμασταν από τις πρώτες γυναίκες που οδηγούσαμε. Και μου λέει, ‘έλα σε θέλω’. Πάμε σπίτι της και μου εξομολογείται ότι δεν θα πάει Γαλλία. Της απάντησα ‘αποκλείεται. Τι είναι αυτό; Θα πας να τελειώσεις τις σπουδές σου στην Αρχιτεκτονική’. Μου απαντάει ‘παντρεύομαι’. Ποιον; λέω. ‘Guess’ μου απαντάει. Αρχίζω να αραδιάζω ονόματα ανθρώπων που ξέραμε και κούναγε το κεφάλι αρνητικά. Ε, δεν έμεινε κανείς, μόνο ο Σάχης, λέω εγώ περιπαιχτικά. ‘Αυτός΄’ μου λέει. Και έμεινα εκεί και ‘ξαναφτιάξαμε τον κόσμο’ που λένε οι Γάλλοι. Συζητάγαμε όλη νύχτα τι θα κάνουμε στον γάμο της».
Οι δύο νέες ως προσκοπίνες, συνηθισμένες στην οργάνωση, εκείνη τη νύκτα νοερά τακτοποίησαν τα πάντα.
«Τον αγάπησε;» ρωτήσαμε επειδή ο Σάχης ήταν πολύ μεγαλύτερος τής Φαράχ. «Ναι, ήταν 20 χρόνια μεγαλύτερός της. Αλλά ήταν αθλητικός τύπος, στεκότανε όμορφα, ντυνότανε και πολύ ωραία, της έκανε εντύπωση. Της είχε κάνει και εξήγηση ότι θέλει μία σύντροφο γιατί η διακυβέρνηση ήταν δύσκολη υπόθεση. Μετά και η Φαράχ τον αγάπησε και αυτός επίσης. Εκαναν και τέσσερα παιδιά. Ηταν μία δεμένη οικογένεια».
Ο κ. Αντωνιάδου θυμάται και γελάει πως όταν τον είδε από κοντά καρφώθηκε στα μάτια του. «Είχε πολύ ωραία μάτια», λέει και του τι είπε: «Μεγαλειότατε έχετε ωραία μάτια».
Οταν έφτασε η ημέρα του γάμου, πήγε πρώτα στο σπίτι της Φαράχ και την βοήθησε να ντυθεί. Μετά έτρεξε στο δικό της σπίτι ντύθηκε και πήγε στο γάμο συνοδευόμενη από τον Ελληνα πρέσβη, τότε ήταν ο Αλέξανδρος Μάτσας, διαπιστευμένος στην Αγκυρα.
«Μετά, μετά;» ρωτάμε λες με την αγωνία των παιδιών που ακούνε ένα παραμύθι: «Μετά το γάμο την έχασα για δύο μήνες. Επρεπε να μάθει το πρωτόκολλο. Κάποια μέρα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να πάω να την δω. Από τότε μείναμε αχώριστες. Και ειδικά κάθε Παρασκευή –ημέρα αργίας για τους μουσουλμάνους– τρώγαμε μαζί στο Παλάτι».
Μας εξηγεί ότι ο γάμος έγινε το 1959, αλλά η ενθρόνιση της Φαράχ ως αυτοκράτειρας (Σαχ – μπανού) και διάδοχος του θρόνου έγινε το 1967, επειδή ο Σάχης ήθελε να σιγουρευτεί ότι θα είχε διαδόχους.
Η κίνηση αυτή του Σάχη ήταν επαναστατική για τα δεδομένα της εποχής στη χώρα του. Για πρώτη φορά στα 2.500 χρόνια της περσικής μοναρχίας υπήρξε αυτοκράτειρα και διάδοχος.
«Εγώ όλα αυτά τα χρόνια ασχολούμην με την ελληνική παροικία, την Εκκλησία και τους Ρώσους, που ως ορθόδοξοι δεν είχαν επαφή με τη Σοβιετική Ενωση.
Παράλληλα, ταξίδευα με το αυτοκρατορικό ζεύγος. Μάλιστα, το πρώτο μας ταξίδι ήταν το 1962 στην Αμερική επί Κένεντι. Μαζί τους μπήκα στον Λευκό Οίκο ως Κυρία των Τιμών, αν και δεν υπήρχε τέτοιος τίτλος».
Μαζί με το αυτοκρατορικό ζεύγος δείπνησε δύο φορές στον Λευκό Οίκο, μία επί Κένεντι και μία επί Νίξον, τρεις φορές στο Κρεμλίνο, μία με Χρουτσόφ και δύο με Μπρέζνιεφ, και μία στο Πεκίνο το 1972 σε επίσημο δείπνο που είχε παραθέσει ο Τσου Εν Λάι, μιας και ο Μάο Τσε Τουνγκ ήταν άρρωστος.
Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο γεμάτη ήταν η ζωή της εκείνη την εποχή. Από την ελληνική παροικία, όπου είχε εκλεγεί πρόεδρος -κάτι που έγινε για πρώτη φορά παγκοσμίως- μέχρι το παλάτι, η ζωή της συνεχώς ήταν ένα ενδιαφέρον για τους άλλους! Πού καιρός να κάνει δική της οικογένεια. «Ι am alone, but not lonely», λέει με χαμόγελο.
Εγινε νονά σε έξι παιδιά, τα οποία παραμένουν δεμένα μαζί της. Κι επειδή τα τρία ορφάνεψαν από γονείς την λένε και μαμά. «Μέχρι τώρα μοιράζομαι μαζί τους χαρές, λύπες και τις αγάπες τους», λέει και το πρόσωπό της παίρνει μία μητρική έκφραση, δηλαδή, γλυκαίνει απέραντα.
Και δεν ήταν μόνον αυτό. Στα χρόνια της Τεχεράνης μεσολάβησε και υιοθετήθηκαν οκτώ ορφανά παιδιά. Κι επειδή παρακολουθεί την πορεία τους, λέει με φανερή ικανοποίηση ότι κάποια από αυτά έγιναν μεγάλα και τρανά.
Η συζήτηση όμως γυρνά πάλι στο παλάτι.«Ο Σάχης ήταν διαχυτικός μαζί σας;» ρωτάμε.
«Οχι δεν με ξεχώριζε, αν και ήξερε ότι είμαι Ελληνίδα. ‘Εσύ είσαι η Ελλη;’ με ρώτησε την πρώτη φορά που με είδε. Και με είχε σε εκτίμηση επειδή ήξερε ότι ήμουν πολύ δραστήρια. Διάβαζα, ασχολούμην με τα κοινοτικά, με την ορθόδοξη εκκλησία, όπου έγινα και πρόεδρος της κοινότητας… Γνώριζα τους διπλωμάτες, μεσολαβούσα όπου μπορούσα για διάφορες υποθέσεις της Ομογένειας. Και αυτά τα εκτιμούσε ο Σάχης. Αλλωστε ως λαοί μοιάζουμε…».
Πράγματι η Ελλη ως πρόεδρος της κοινότητας γνώρισε όλους όσοι πήγαιναν εκεί από την Ελλάδα. Πρέσβεις, υπουργούς , καλλιτέχνες… Γνώρισε τους πάντες…
«Γιατί έχουμε κοινά με τους Πέρσες» μας υπογράμμισε… «Είμαστε δύο λαοί που δεν ανήκουμε αλλού. Οι Ελληνες δεν είμαστε Λατίνοι, ούτε Σλάβοι, ούτε Αγγλοσάξωνες. Είμαστε μοναδικοί και με τη γλώσσα μας. Και οι Πέρσες με βαθύ πολιτισμό δεν είναι Αραβες ή Ινδοί , είναι μοναδικοί και η γλώσσα τους επίσης. Υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση… Και ο Πρωθυπουργός τους ο Χοβεϊντά είχε ζήσει στην Αθήνα μετά τον πόλεμο. Ηξερε την Τσαλδάρη, την Ποταμιάνου κ.α. Ο Σάχης βέβαια ποτέ δεν μπόρεσε να έρθει Ελλάδα λόγω χρόνιων δεσμών με την Τουρκία, αλλά ήθελε πολύ…».
Βοήθησε μάλιστα πολύ στη συγγραφή του βιβλίου του καθηγητή Ευάγγελου Βενέτη «Ελληνες στο σύγχρονο Ιράν» (Εκδόσεις Πορεία).
Ο Κάρολος Παπούλιας τής είχε πει ότι επισκέφτηκε την Τεχεράνη δώδεκα φορές. Και εκτιμούσε τον περσικό λαό. Μια φορά ως Πρόεδρος τής εξέφρασε την εκτίμησή του για το περσικό φαγητό. Τότε η Ελλη φρόντισε να του μαγειρέψει και ο Κάρολος Παπούλιας με δώδεκα άτομα έφαγαν σπίτι της ό,τι καλό τους μαγείρεψε από την περσική κουζίνα.
Η Ελλη συνέχισε να ταξιδεύει στην Ελλάδα όπου γνώριζε συνέχεια πολιτικούς και διπλωμάτες. Ετσι, τον Νοέμβριο του 1978 ο υπουργός Τσαλδάρης ειδοποίησε την Ελλη: «Μην γυρίζεις πίσω. Είναι τελειωμένη η υπόθεση. Θέλουν να διώξουν τον Σάχη».
Η ίδια όμως επέστρεψε στην Τεχεράνη. Ηταν η μητέρα, η αδερφή της και οι φίλοι εκεί. Πού να τους αφήσει; «Εφυγα στις 4 Ιανουαρίου του 1979 οριστικά από την Τεχεράνη. Ο Σάχης και η Φαράχ έφυγαν στις 15 Φεβρουαρίου του 1979. Η ίδια η Φαράχ μού είχε πει να φύγω. Τότε είχαμε στρατιωτικό νόμο. Θυμάμαι ακόμη την κατάσταση στο αεροδρόμιο. Χιλιάδες Αμερικανοί και Ισραηλινοί με τις οικογένειες, τα σκυλιά τους, τα πράγματά τους να συνωστίζονται να φύγουν. Εφιαλτική κατάσταση.
Κάθε μέρα έγραφαν έξω από το σπίτι μας ‘θάνατος στον Σάχη΄. Εβγαινε η γριά μάνα μου και έσβηνε τα συνθήματα. Κι αυτοί έγραφαν πάλι.
«Αν έμενα θα κινδύνευα σίγουρα’», αποκρίθηκε σε σχετικό μας ερώτημα. Εφυγε έτσι κι άφησε τη μάνα της με την αδερφή της, το σκυλάκι τους και την οικιακή βοηθό. Μάλιστα, έκλαιγε η υπηρεσία γιατί φοβόταν ότι θα την σκότωνε, αφού ως μουσουλμάνα δούλευε για χριστιανούς. «Η μάνα μου έμεινε να φυλάει το σπίτι. ‘Δεν φοβάμαι επαναστάσεις εγώ’ έλεγε. Εμεινε μέχρι το Μάιο του 1979 όταν πια είχε εγκαθιδρυθεί η Ισλαμική Δημοκρατία. Και σκότωναν κόσμο τότε. Πολύ κόσμο.
»Αλλά άρχισαν να πειράζουν την μητέρα μου και την αδερφή μου. Τους πίεσα και ήρθαν τελικά με τα ελληνικά τους διαβατήρια. Μόνον όταν ήρθαν μπόρεσα ήσυχη να πάω να βρω στις Μπαχάμες την Φαράχ με τον Σάχη, που είχαν φύγει από το Μαρόκο. Ο Σάχης είχε διαγνωστεί με καρκίνο. Αλλά κανείς δεν ήθελε να κρατήσει το βασιλικό ζεύγος. Εγώ στη Νέα Υόρκη προσπαθούσα με επαφές να πείσουμε το Φόρεϊν Οφις να δώσει βίζα να μείνουν στις Μπαχάμες. Ηταν ανένδοτοι και το ζεύγος αναχώρησε για το Μεξικό. Κι από εκεί τους είπαν να φύγουν και επειδή ο καρκίνος ήταν επιθετικός, πήγαμε στη Νέα Υόρκη για την εγχείρηση του Σάχη.
Κάθε μέρα θυμάμαι γύρω από το Νοσοκομείο Ιρανοί να διαδηλώνουν εναντίον του. Και οι Αμερικανοί του είχαν πει κάνε την εγχείρηση και φύγε. Κανείς δεν τους ήθελε. Τέτοια φρικτή συμπεριφορά σε έναν άρρωστο άνθρωπο».
Η Ελλη έζησε από κοντά όλη την ταλαιπωρία του βασιλικού ζεύγους. Βρεθήκανε στη συνέχεια στον Παναμά. Ούτε εκεί μπόρεσαν να σταθούν και με ένα αεροπλάνο που μίσθωσαν πετάξανε στις Αζόρες. Κάνανε μία στάση σε στρατιωτικό αεροδρόμιο με τον Σάχη εμπύρετο στο αεροπλάνο. Καμία χώρα, ούτε οι ΗΠΑ, δεν ήθελαν να κακοκαρδίσουν τον Χομεϊνί που ζήτησε την κεφαλή του Σάχη επί πίνακι. Ο άλλοτε κραταιός ηγέτης της Περσίας δεν ήταν πουθενά ευπρόσδεκτος εκτός από την Αίγυπτο, όπου και κατέληξαν τελικά. Μόνον ο Σαντάντ τού είχε μείνει πιστός φίλος. Και αυτό το πλήρωσε με τη ζωή του ο Αιγύπτιος πρόεδρος ένα χρόνο αργότερα. Τον σκότωσαν οι Αδερφοί Μουσουλμάνοι.
Στην Αίγυπτο έκανε την εγχείρηση ο Σάχης έχοντας φέρει γιατρούς από ΗΠΑ και Γαλλία.
Ηδη είχε κάνει την πρώτη εγχείρηση στη Νέα Υόρκη, αλλά οι γιατροί στο Κάιρο είπαν ότι δεν είχε πολύ ζωή. Εκανε τις χημειοθεραπείες του, αλλά στους έξι μήνες πέθανε. Ολο αυτό το εξάμηνο η Ελλη ήταν δίπλα στην Φαράχ που φιλοξενούνταν σε ένα παλάτι έξω από το Κάιρο.
«Πού μένει τώρα η Φαράχ;» Ρωτήσαμε.
«Στο Παρίσι», μας λέει, ενώ τα παιδιά και τα εγγόνια είναι πια Αμερικανοί πολίτες.
«Στη Νέα Υόρκη πώς βρεθήκατε;» ρωτάμε.
«Οταν πέθανε ο Σάχης γύρισα στην Αθήνα ψάχνοντας για δουλειά. Ηθελα πολύ να δουλέψω για τον Απόδημο Ελληνισμό. Αλλά δεν ευδοκίμησε να γίνει… Εγώ τότε ήξερα τον Ηλία Λαλαούνη, τον ήξερα από την Τεχεράνη, τον είχα συστήσει και στο Παλάτι. Ο ίδιος τότε με ρώτησε τι θέλω να κάνω και μου είπε ότι ήθελε κάποιον να προσέχει το κατάστημα στη Νέα Υόρκη. Δέχτηκα και τον Απρίλιο του 1981 έφτασα εκεί.
»Είχα όμως πολλές γνωριμίες με Αμερικανούς από την εποχή της Τεχεράνης. Από την Μπάρμπαρα Γουόλτερς (Barbara Walters) μέχρι την εκδότρια της ‘Washigton Post’, Κατερίνα Γκράχαμ (Katharine Graham) και άλλους πολλούς. Οταν όμως πήγα στην αμερικανική πρεσβεία να πάρω βίζα δεν μου έδιναν γιατί είχα γεννηθεί στο Ιράν. Τότε βάλαμε τα μεγάλα μέσα από Ελληνοαμερικανούς και έτσι πήρα τη βίζα μου».
Αλλες αναμνήσεις από εκεί. 25 χρόνια έζησε. Πελάτες ο Ντόναλντ Τραμπ, η Παλόμα Πικάσο, ενώ η πρώτη που πήγε να τη δει ήταν η Μπάρμπαρα Γουόλτερς. Αρπαξε με το ζόρι την Ελλη και πήγαν για γεύμα. Μία ημέρα είχε έρθει η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, έξι η ώρα που έκλεινε το κατάστημα. Μέχρι τις 8 το βράδυ διάλεγε χρυσαφικά.
Τελικά πήρε δύο βραχιόλα. Από εκεί πέρασε και η Μαντλίντ Ολμπράιτ. Κοιτούσε τη βιτρίνα και ήταν διστακτική. Βγαίνει η Ελλη και ευγενικά την καλεί μέσα… «Δεν με παίρνει», λέει η Ολμπράιτ… «Ω ναι, σας παίρνει» της λέει η Ελλη και την τράβηξε μέσα.
Τα χρόνια στο Λαλαούνη είναι από μόνα τους μία ξεχωριστή ανάμνηση που θα μπορούσε να ξεδιπλώσει σε πολλές σελίδες.
«Στη Νέα Υόρκη πέρασα πολύ όμορφα. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ξένη. Είναι πολυπολιτισμική μεγαλούπολη και βρήκα εκεί μία ωραία ελληνική παροικία» που με αγκάλιασε.
Ηταν έντονη η ζωή, είχε ενδιαφέρον η ζωή εκεί. Εκλεινε το κατάστημα Λαλαούνη αργά το απόγευμα και πήγαινε και ασχολούνταν με την παροικία. Βοηθούσε στο Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού. Ασχολούνταν και με την Εκκλησία, καθώς η γνωριμία της με τον Ιάκωβο ήταν αξέχαστη. Εχει μόνο καλά λόγια να πει για όλους. Πού να τους καταγράψεις όλους! Κάποιοι όμως από αυτούς άφησαν το στίγμα τους στη ζωή της. Θέλει να τους αναφέρει γιατί είχε δεθεί μαζί τους.
Αναφέρει τον Αλέκο Παπαμάρκου. «Ηξερε να ‘δένει’ Ελλάδα, Ομογένεια και ΗΠΑ. Αληθινός πατριώτης, λάτρευε και τις δύο χώρες και πολύ ζωντανός άνθρωπος. Ενας ‘bon viveur’» λέει και συνεχίζει:
«Γνώρισα την οικογένεια Μάικλ και Μαίρης Τζαχάρη, επίσης σημαντικοί ομογενείς. Τον Πέτρο Γουλανδρή, την Μαρία Πατέρα, την Φρόσω Μπέη, την οικογένεια Κεφαλίδη, τον Αντώνη Διαματάρη, εκδότη και διευθυντή του «Εθνικού Κήρυκα» και δεν μπορώ να μην αναφέρω τον Ανδρέα Δρακόπουλο. Τον γνώρισα ως φοιτητή και αργότερα όταν συστάθηκε το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, προσπάθησα να τον βοηθήσω με τις γνώσεις και την πείρα μου. Και οφείλω να εκφράσω την περηφάνια μου που το ΙΣΝ εξελίχθηκε σε παγκόσμιο φιλανθρωπικό οργανισμό. Χωρίς βεβαίως να υποτιμώ άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα».
Την ρωτάμε όμως και για τον αείμνηστο Ιόλα, που τον είδαμε σε φωτογραφίες μαζί της. «Είχαμε γνωριστεί και είχαμε αναπτύξει μεγάλη φιλία. Τον είχα εκτιμήσει και ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Και χάρηκα ιδιαίτερα που τις προάλλες διάβασα ότι ο Δήμος Αγίας Παρασκευής αποφάσισε να κάνει μουσείο την βίλα του».
Η Ελλη Αντωνιάδου γύρισε στην Ελλάδα όταν αρρώστησε η αδερφή της. Δεν σταμάτησε πάντως τα ταξίδια. Πήγαινε τακτικά στη Νέα Υόρκη, όπως και στο Παρίσι για την Φαράχ. Επίσης, πηγαίνουν ακόμη οι δυο τους στο Κάιρο όπου είναι θαμμένος ο Σάχης. Δεν πλήττει καθόλου. Ακόμη και σήμερα. Αλλά βαθιά μέσα της ονειρεύεται την Τεχεράνη. Λέει χαρακτηριστικά με νοσταλγία ότι ως Ποντία, η Οδύσσειά της συνεχίζεται επειδή ακριβώς δεν μπορεί να ξαναπατήσει το έδαφος της Περσίας…
Από εκεί και πέρα, αν εξαιρέσουμε το προσωπικό της όνειρο για τη χώρα των παιδικών της χρόνων, μας εξομολογείται ότι θα ήθελε πολύ να δει όλους τους μεγάλους ευεργέτες να βοηθήσουν το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας «Ι. Ν. Καζάζης» στη Θεσσαλονίκη.
Γιατί; Eπειδή πιστεύει ότι πρέπει να είμαστε υπερήφανοι όχι μόνο για το παρελθόν αλλά και για το παρόν και το μέλλον. Και αυτά είναι όλα συνδεδεμένα. Ολοι δακρύζουμε από περηφάνια, λέει, όταν βλέπουμε να εισέρχεται πρώτη η ελληνική σημαία στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων.
«Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να κρατάμε ζωντανή την ελληνική γλώσα» λέει, αφού για την ίδια ορμητήριο παραμένει ο αθεράπευτος έρωτας με την Ελλάδα, όπως άλλωστε πολλών, μα πολλών άλλων ομογενών σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης.
** Οι φωτογραφίες είναι ευγενική παραχώρηση της κ. Ελλης Αντωνιάδου.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..