Συγκλονιστικά περιστατικά θανάτων από άγριους ξυλοδαρμούς, βασανισμένοι που τους τύλιγαν σε φρεσκοσφαγμένα
δέρματα ζώων, αρχαιότητες και εκκλησιαστικά κειμήλια που λεηλατήθηκαν
Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος
Με βαρύ φόρο αίματος αλλά και τεράστια πλιατσικολογία, πλήρωσε ο λαός της Ροδόπης την βουλγαρική κατοχή στον δύσμοιρο τόπο μας την περίοδο 1941-1944. Καθημερινό φαινόμενο οι τουφεκισμοί και οι ξυλοδαρμοί ανύποπτων πολιτών, ιερέων, ακόμη και παιδιών που έπεφταν θύματα της βουλγαρικής θηριωδίας. Αξίζει όμως τον κόπο για χάρη του ηρωισμού των κατοίκων να αναφερθούν ορισμένα χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίον ήλθαν οι Βούλγαροι στον τόπο μας σαν κατακτητές και λεηλάτησαν ό,τι βρήκαν στο διάβα τους.
Όλα ξεκινούν όταν ο βασιλιάς Μπόρις της Βουλγαρίας υπογράφει με τον Χίτλερ την 1η Μαρτίου 1941 σύμφωνο μη επίθεσης. Η Βουλγαρία θα επέτρεπε στα γερμανικά στρατεύματα να περάσουν από το έδαφός της με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Αν. Μακεδονίας και Θράκης και οι Βούλγαροι θα πραγματοποιούσαν το όνειρό τους για την "Μεγάλη Βουλγαρία του Αιγαίου" που προέβλεπε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878. Οι Γερμανοί στις 6 Απριλίου 1941 στη Νυμφαία μόλις έσπασε η "γραμμή Μεταξά" μεταξύ άλλων παρέδωσαν και την περιοχή μας στους Βουλγάρους. Αμέσως με την εισβολή του Στρατού τους άρχισε και ο εποικισμός. Καραβάνια ολόκληρα πάμπτωχων, ρακένδυτων ανθρώπων άρχισαν να καταφθάνουν με τις βοϊδάμαξες. Οι κατοχικές αρχές ήδη τους είχαν έτοιμη στέγη και εργασία, αφού έδιωξαν ή περιόρισαν σε ένα μέρος του σπιτιού τους τους Έλληνες και έβαλαν μέσα τους αποικιστές. Στην Κομοτηνή εγκαταστάθηκαν σε σπίτια Ελλήνων 10.000 Βούλγαροι.
Παντού όλες οι επιγραφές αντικαθίστανται με καινούργιες γραμμένες στα βουλγαρικά, όπως επίσης και οι ταυτότητες των κατοίκων και τα ονόματά τους. Όσοι Έλληνες είχαν μια επιχείρηση υποχρεώνονταν να πάρουν Βούλγαρο συνέταιρο. Τα ζώα που σφάζονταν, το γάλα και την αγροτική παραγωγή, τα παρέδιδαν στον βουλγαρικό στρατό για τις ανάγκες του. Όμως όποιοι Έλληνες αναγνώριζαν την Βουλγαρική κατοχή και έπαιρναν την βουλγαρική υπηκοότητα θα απαλλάσσονταν από τα παραπάνω δυσβάσταχτα μέτρα. Πρέπει να τονίσω σε αυτό το σημείο ότι ελάχιστοι ήταν αυτοί που αποδέχτηκαν την βουλγαρική κατοχή και οι οποίοι με την αποχώρηση του κατοχικού στρατού έφυγαν και αυτοί. Στα ελληνικά σπίτια περιόριζαν την ελληνική οικογένεια σε ένα δωμάτιο και στο υπόλοιπο σπίτι εγκατέστησαν μια βουλγαρική οικογένεια. Οι Έλληνες για να εξασφαλίσουν κρυφά κάτι για να φάνε "έκλεβαν" από το χωράφι τους λίγο σιτάρι και με ένα χειρόμυλο, όπως μου έλεγε και η γιαγιά μου, αλέθανε τα σιτάρι για να κάνουν αλεύρι για ψωμί. Άλλοτε όταν δεν είχε σιτάρι μάζευαν βελανίδια τα αλέθανε και έκαναν ψωμί, όμως το αποτέλεσμα ήταν να πρηστούν και να έχουν σοβαρά προβλήματα. Από την πείνα πέθαναν και οι δύο παππούδες μου, αφού και στο χωριό μας είχαμε βουλγαρική κατοχή. Οι Βούλγαροι έψαχναν σε όλα τα σπίτια και αν κάποιος είχε κρυμμένα τρόφιμα η τιμωρία ήταν πολύ σκληρή. Αυτό γινόταν σε όλα τα σπίτια, χριστιανών και μουσουλμάνων. Στα καταστήματα ψώνιζαν μόνο Βούλγαροι, τρόφιμα με δελτίο έπαιρναν μόνο όσοι είχαν βουλγαρικά ονόματα.
Οι φόροι για τους Έλληνες αυξήθηκαν κατά 100% και κάθε οικογένεια Ελλήνων είχε δικαίωμα να καλλιεργεί μόνο 10 στρέμματα. Όσοι Αρμένιοι χαιρέτισαν την "απελευθέρωση" των Βουλγάρων αντιμετωπίσθηκαν ως Βούλγαροι πολίτες. Στην Μαρώνεια κατεδάφισαν 40 σπίτια για να χτίσουν οχυρό. Λεηλάτησαν το μουσείο της. Ο Βούλγαρος εξαρχικός αρχιερατικός επίτροπος έκλεψε τα άμφια και τα χαλιά της εκκλησίας. Πολλά ακόμη τράβηξαν οι κάτοικοι της Μαρώνειας, αφού παρέδιδαν υποχρεωτικά τις ελιές προς 7 λέβα το κιλό, τις αγόραζαν με το δελτίο προς 90 λέβα. Στην Κομοτηνή εξόρισαν στην Βουλγαρία τον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθ. Θεοδωρίδη 65 ετών όπου και τον τουφέκισαν. Επίσης στην περιφέρεια της Κομοτηνής φονεύθηκαν και δύο μουσουλμάνοι. Οι Βούλγαροι το ίδιο έκαναν και στην περιοχή των Σαπών, όπου συνέλαβαν και εκτέλεσαν, μετά από βασανισμούς, ένδεκα αγωνιστές από τον Έβρενο, το Αρσάκειο, τις Σάπες και την Αλεξανδρούπολη. Πριν από χρόνια ανεγέρθηκαν με πρωτοβουλία του Δήμου Σαπών μνημείο προς τιμή τους. Βρίσκεται τοποθετημένο μπροστά στα νέα Δημοτικά Σφαγεία και επάνω στο μνημείο - ηρώο είναι γραμμένα τα ονόματα Αθανάσιος Γκαγκατσάς, Γουδοσίδης Θεοδόσιος, Μιχαήλ Κεσόπουλος, Γιώργος Πρατίδης, Μιχαήλ Σαρίδης, Παναγιώτης Σταυρακίδης, Γιώργος Τσακλιώτης, Νικόλαος Τσομπανίδης, οι ανωτέρω οκτώ από τον Έβρενο. Θεοδοσάκης Χρήστος από το Αρσάκειο, Καπλάνης Ορέστης από την Αλεξανδρούπολη και Σαγίρης Δημήτριος από τις Σάπες. Τον Νικόλαο Τσομπανίδη τον έκαψαν στο φούρνο ενός ελαιοτριβείου που βρισκόταν τότε στην οδό Ξάνθης στην Κομοτηνή. Τον δε Σαγίρη Δημήτριο στις 28-6-1944 τον κατέσφαξαν με το μαχαίρι και τον πέταξαν μέσα σε ένα πηγάδι έξω από τις Σάπες, ήταν μόνο 40 ετών. Τα ίδια γεγονότα βλέπουμε να διαδραματίζονται από τους Βουλγάρους και στον Ροδίτη, όπου όπως με ενημέρωσε ο συνταξιούχος δημ. υπάλληλος Γιώργος Νεστωράκης, τρεις είναι οι άγρια δολοφονημένοι του Ροδίτη, Μαστιχίδης Αθανάσιος νεκρός μετά από ξυλοδαρμό, Λασκαρίδης Χρήστος νεκρός μετά από πολλά βασανιστήρια δια τουφεκισμού, την δε σύζυγό του Λασκαρίδου Φραγκοπούλα την λιντσάρισε πλήθος από αγριεμένους Βουλγάρους.
Την 3η Μαρτίου 1942 συνελήφθησαν τα μεσάνυχτα όλοι οι Εβραίοι της Κομοτηνής, 770 περίπου άτομα απήχθησαν από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Από αυτούς διέφυγαν την σύλληψη, είτε γιατί ή κρύφτηκαν, είτε γιατί δεν βρίσκονταν στην πόλη την μοιραία νύχτα περί τα 38 άτομα. Ο τελευταίος Εβραίος που καταγόταν από την Δράμα και ζούσε στην πόλη μας, μέχρι πριν κάποια χρόνια οπότε και απεβίωσε, ήταν ο δερματολόγος γιατρός Αλβέρτος Φαΐς. Ένας σοβαρός και καλός άνθρωπος. Ο γιος του Μισέλ Φαΐς είναι συγγραφέας λογοτέχνης και ζει στην Αθήνα. Αυτή τη στιγμή στην Ροδόπη διαμένουν δύο με τρεις οικογένειες που προέρχονται από μικτούς γάμους Ποντίων και Εβραίων οι οποίοι έχουν έλθει από την τέως Σοβιετική Ένωση.
Την ημέρα του Αγίου Γεωργίου το 1942 ο μητροπολίτης μίλησε στον ομώνυμο ναό της Κομοτηνής πατριωτικά. Την επομένη ημέρα τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής τον απέλασαν. Οι Βούλγαροι για να κάμψουν το φρόνημα των Ελλήνων δημιούργησαν τα τάγματα εργασίας στα οποία κατατάσσονταν υποχρεωτικά όλοι οι άνδρες από 16 μέχρι 60 χρονών που ήταν ύποπτοι για αντίσταση. Η καταναγκαστική εργασία μέσα στο λιοπύρι, οι κακουχίες, τα βασανιστήρια, το ελάχιστο φαγητό και νερό θύμιζε τα αντίστοιχα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών ή τα Αμελέ Ταμπουρού των Τούρκων στην Μ. Ασία. Αλλά ενώ για τους Γερμανούς κατακτητές έγινε η δίκη της Νυρεμβέργης για τα εγκλήματα πολέμου, για τους Βουλγάρους κατακτητές δεν έγινε κάτι τέτοιο για διαφόρους λόγους.
Πολλοί είναι οι δηλωμένοι από τους συγγενείς τους φονευθέντες αγρίως από τους Βουλγάρους κατακτητές την περίοδο 1941-1944 στο Ν. Ροδόπης. Άγνωστος είναι και ο αριθμός των θανόντων από πείνα, κακουχίες και αναίτιους ξυλοδαρμούς. Μάλιστα ο άγριος ξυλοδαρμός ήταν καθημερινό φαινόμενο καθ' όλη την διάρκεια της κατοχής από τους Βουλγάρους, ήταν δε τόσο βίαιος και σκληρός που όταν επέστρεφε ο δαρμένος στο σπίτι του, μια και δεν υπήρχαν και φάρμακα, τον τύλιγαν με δέρμα από φρεσκοσφαγμένο πρόβατο γιατί πιστεύανε ότι έτσι θα τραβήξει τον πόνο και τις μελανιές. Αυτό το κρατούσε ο δαρμένος μέχρι να φύγει ο πόνος και το πρήξιμο.
Οι Βούλγαροι υιοθέτησαν μια σειρά από πολιτικές κατατρομοκράτησης και εκφοβισμού του πληθυσμού καθ' όλη την διάρκεια της κατοχής. Αντικατέστησαν όλες τις υπηρεσίες με βουλγαρικές, απαγόρευσαν την χρήση της ελληνικής γλώσσας, στον δρόμο, στα σχολεία και στις εκκλησίες, τις οποίες προσπαθούσαν να τις εντάξουν στην βουλγαρική εκκλησία, απειλώντας και εκβιάζοντας τους ιερείς. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα και άγρια σωματική βία. Έτσι βλέπουμε να καλούν στην κοινότητα του Ν. Σιδηροχωρίου τον ιερέα Γεώργιο Βουλγαράκη που το 1939 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε ως εφημέριος στον ιερό ναό των Ταξιαρχών Ν. Αδριανής και να ρίχνονται επάνω του σέρνοντάς του από τα γένια αρχίζοντας μια σειρά βασανιστηρίων χτυπώντας τον πάνω στους τοίχους, αφού δε του μαύρισαν όλο το σώμα από το ξύλο τον πέταξαν έξω με τις κλωτσιές. Αυτό γινόταν κάθε μέρα από τις 11 νυκτός μέχρι 2 πρωϊνής.
Επίσης τον πίεζαν να ψέλνει βουλγαρικά, αυτός τους έλεγε ότι είναι πολύ δύσκολο να τα μάθει. Αργότερα μόλις έγινε λίγο καλά πήγε στην Εκκλησία, χτύπησε την καμπάνα και έκανε την θεία λειτουργία. Μετά την θεία λειτουργία όμως εμφανίσθηκε ένας έφιππος Βούλγαρος αστυνομικός και τον διέταξε να τον ακολουθήσει, οπότε και κατευθύνθηκε στο καφενείο του Κωνσταντίνου Τυπάλδου το οποίο κατείχε ένας Βούλγαρος. Στο καφενείο οι Βούλγαροι πρόσφεραν στον ιερέα έναν καφέ. Ο καφές όμως ήταν το τέλος του, είχε μέσα δηλητήριο, έπεσε αμέσως κάτω σφαδάζοντας από τους πόνους, τότε τον έβαλαν πάνω σε ένα κάρο και τον πήγαν στην Κομοτηνή σε ένα Βούλγαρο γιατρό που λεγόταν Ζαχάρωφ. Αυτός μόλις τον είδε είπε "τι τον φέρατε εδώ, αυτός είναι πεθαμένος δηλητηριασμένος", ήταν 8-12-1942. Τάφηκε στο Νέο Σιδηροχώρι, άφησε πίσω του την πρεσβυτέρα Θεοδώρα και τα παιδιά του Σταύρο, Σοφιανό και Στεριανή.
Ο ιερέας Εμμανουηλίδης Βαγιάνης γεννήθηκε το 1872 στην Γραβούνα Κεσσάνης κατά το διάστημα της κατοχής δοκιμάσθηκε ποικιλοτρόπως, χτυπήθηκε απάνθρωπα από τους Βούλγαρους, φυλακίστηκε και υπέστη τα πάνδεινα διότι δεν αρνήθηκε τα εθνικά του φρονήματα. Καυτηρίαζε τις βαρβαρότητες των βουλγαρικών αρχών και προέτρεπε τους ενορίτες του να μην δηλώσουν βουλγαρική υπηκοότητα. Συνελήφθη το 1943 και στις 25-6-1944 ημέρα Κυριακή υπέκυψε μετά από το πολύ βουλγάρικο ξύλο. Ήταν ιερέας στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Συκορράχης. Ετάφη αρχικώς στο κοιμητήριο της Συκορράχης και μετά την αποχώρηση των Βουλγάρων από την Ροδόπη τα οστά του ενταφιάσθηκαν στον περίβολο του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου Κομοτηνής. Ένα ακόμη θύμα των Βουλγάρων ήταν και ο ιερέας Παπαδόπουλος Θεόδωρος εφημέριος στην Αίγειρο. Γεννήθηκε στη Μοσχονά Κεσσάνης το 1880, το 1922 μετά την μικρασιατική καταστροφή τοποθετήθηκε ως εφημέριος στην Αίγειρο. Συνελήφθη στις 12-6-1941 στην οικία του, όπου ήταν κατάκοιτος και ασθενής. Πέθανε από τις κακοποιήσεις μετά από λίγες ημέρες στις 22-6-1941, τάφηκε πίσω από το ιερό βήμα του ναού του. Άφησε πίσω την πρεσβυτέρα του Αρτεμισία και τα παιδιά του Αναστάσιο, Ευάγγελο, Γεώργιο, Θεόκτη και Δαμιανό.
Όλοι οι κάτοικοι της Ροδόπης αν ρωτηθούν έχουν να πουν και μια ιστορία από την βουλγαρική κατοχή που θα έχει μόνο ασθένειες, πείνα, πόνο, φόνους και το χωρίς λόγο βουλγάρικο ξύλο.
Όλοι οι γνωστοί και άγνωστοι ήρωες της Ροδόπης πρόσφεραν την ζωή τους για να ζούμε εμείς ελεύθεροι, δυστυχώς όμως τους τιμούν μόνο στον τόπο καταγωγής τους και δεν διδάσκεται στην ιστορία των σχολείων. Ο πόνος και η θύμηση θα πρέπει να μείνει μόνο στις παλαιότερους, οι νέοι θα πρέπει να γνωρίζουν μόνο την ιστορία. Αυτή και μόνο αυτή να μείνει στο μυαλό τους και όχι το μίσος.
Η συνέχεια του άρθρου θα δημοσιευτεί στην έκδοση του Σαββάτου 1η Δεκεμβρίου
Πηγές: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Κόσμιο - Ιστορία, μνήμες, παραδόσεις Δημ. Σ. Αρσενίου, Γιώργος Κεραμυδάς Η βουλγαρική κατοχή
Πηγή: Εφημερίδα Χρόνος
δέρματα ζώων, αρχαιότητες και εκκλησιαστικά κειμήλια που λεηλατήθηκαν
Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος
Με βαρύ φόρο αίματος αλλά και τεράστια πλιατσικολογία, πλήρωσε ο λαός της Ροδόπης την βουλγαρική κατοχή στον δύσμοιρο τόπο μας την περίοδο 1941-1944. Καθημερινό φαινόμενο οι τουφεκισμοί και οι ξυλοδαρμοί ανύποπτων πολιτών, ιερέων, ακόμη και παιδιών που έπεφταν θύματα της βουλγαρικής θηριωδίας. Αξίζει όμως τον κόπο για χάρη του ηρωισμού των κατοίκων να αναφερθούν ορισμένα χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίον ήλθαν οι Βούλγαροι στον τόπο μας σαν κατακτητές και λεηλάτησαν ό,τι βρήκαν στο διάβα τους.
Όλα ξεκινούν όταν ο βασιλιάς Μπόρις της Βουλγαρίας υπογράφει με τον Χίτλερ την 1η Μαρτίου 1941 σύμφωνο μη επίθεσης. Η Βουλγαρία θα επέτρεπε στα γερμανικά στρατεύματα να περάσουν από το έδαφός της με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Αν. Μακεδονίας και Θράκης και οι Βούλγαροι θα πραγματοποιούσαν το όνειρό τους για την "Μεγάλη Βουλγαρία του Αιγαίου" που προέβλεπε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878. Οι Γερμανοί στις 6 Απριλίου 1941 στη Νυμφαία μόλις έσπασε η "γραμμή Μεταξά" μεταξύ άλλων παρέδωσαν και την περιοχή μας στους Βουλγάρους. Αμέσως με την εισβολή του Στρατού τους άρχισε και ο εποικισμός. Καραβάνια ολόκληρα πάμπτωχων, ρακένδυτων ανθρώπων άρχισαν να καταφθάνουν με τις βοϊδάμαξες. Οι κατοχικές αρχές ήδη τους είχαν έτοιμη στέγη και εργασία, αφού έδιωξαν ή περιόρισαν σε ένα μέρος του σπιτιού τους τους Έλληνες και έβαλαν μέσα τους αποικιστές. Στην Κομοτηνή εγκαταστάθηκαν σε σπίτια Ελλήνων 10.000 Βούλγαροι.
Παντού όλες οι επιγραφές αντικαθίστανται με καινούργιες γραμμένες στα βουλγαρικά, όπως επίσης και οι ταυτότητες των κατοίκων και τα ονόματά τους. Όσοι Έλληνες είχαν μια επιχείρηση υποχρεώνονταν να πάρουν Βούλγαρο συνέταιρο. Τα ζώα που σφάζονταν, το γάλα και την αγροτική παραγωγή, τα παρέδιδαν στον βουλγαρικό στρατό για τις ανάγκες του. Όμως όποιοι Έλληνες αναγνώριζαν την Βουλγαρική κατοχή και έπαιρναν την βουλγαρική υπηκοότητα θα απαλλάσσονταν από τα παραπάνω δυσβάσταχτα μέτρα. Πρέπει να τονίσω σε αυτό το σημείο ότι ελάχιστοι ήταν αυτοί που αποδέχτηκαν την βουλγαρική κατοχή και οι οποίοι με την αποχώρηση του κατοχικού στρατού έφυγαν και αυτοί. Στα ελληνικά σπίτια περιόριζαν την ελληνική οικογένεια σε ένα δωμάτιο και στο υπόλοιπο σπίτι εγκατέστησαν μια βουλγαρική οικογένεια. Οι Έλληνες για να εξασφαλίσουν κρυφά κάτι για να φάνε "έκλεβαν" από το χωράφι τους λίγο σιτάρι και με ένα χειρόμυλο, όπως μου έλεγε και η γιαγιά μου, αλέθανε τα σιτάρι για να κάνουν αλεύρι για ψωμί. Άλλοτε όταν δεν είχε σιτάρι μάζευαν βελανίδια τα αλέθανε και έκαναν ψωμί, όμως το αποτέλεσμα ήταν να πρηστούν και να έχουν σοβαρά προβλήματα. Από την πείνα πέθαναν και οι δύο παππούδες μου, αφού και στο χωριό μας είχαμε βουλγαρική κατοχή. Οι Βούλγαροι έψαχναν σε όλα τα σπίτια και αν κάποιος είχε κρυμμένα τρόφιμα η τιμωρία ήταν πολύ σκληρή. Αυτό γινόταν σε όλα τα σπίτια, χριστιανών και μουσουλμάνων. Στα καταστήματα ψώνιζαν μόνο Βούλγαροι, τρόφιμα με δελτίο έπαιρναν μόνο όσοι είχαν βουλγαρικά ονόματα.
Οι φόροι για τους Έλληνες αυξήθηκαν κατά 100% και κάθε οικογένεια Ελλήνων είχε δικαίωμα να καλλιεργεί μόνο 10 στρέμματα. Όσοι Αρμένιοι χαιρέτισαν την "απελευθέρωση" των Βουλγάρων αντιμετωπίσθηκαν ως Βούλγαροι πολίτες. Στην Μαρώνεια κατεδάφισαν 40 σπίτια για να χτίσουν οχυρό. Λεηλάτησαν το μουσείο της. Ο Βούλγαρος εξαρχικός αρχιερατικός επίτροπος έκλεψε τα άμφια και τα χαλιά της εκκλησίας. Πολλά ακόμη τράβηξαν οι κάτοικοι της Μαρώνειας, αφού παρέδιδαν υποχρεωτικά τις ελιές προς 7 λέβα το κιλό, τις αγόραζαν με το δελτίο προς 90 λέβα. Στην Κομοτηνή εξόρισαν στην Βουλγαρία τον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθ. Θεοδωρίδη 65 ετών όπου και τον τουφέκισαν. Επίσης στην περιφέρεια της Κομοτηνής φονεύθηκαν και δύο μουσουλμάνοι. Οι Βούλγαροι το ίδιο έκαναν και στην περιοχή των Σαπών, όπου συνέλαβαν και εκτέλεσαν, μετά από βασανισμούς, ένδεκα αγωνιστές από τον Έβρενο, το Αρσάκειο, τις Σάπες και την Αλεξανδρούπολη. Πριν από χρόνια ανεγέρθηκαν με πρωτοβουλία του Δήμου Σαπών μνημείο προς τιμή τους. Βρίσκεται τοποθετημένο μπροστά στα νέα Δημοτικά Σφαγεία και επάνω στο μνημείο - ηρώο είναι γραμμένα τα ονόματα Αθανάσιος Γκαγκατσάς, Γουδοσίδης Θεοδόσιος, Μιχαήλ Κεσόπουλος, Γιώργος Πρατίδης, Μιχαήλ Σαρίδης, Παναγιώτης Σταυρακίδης, Γιώργος Τσακλιώτης, Νικόλαος Τσομπανίδης, οι ανωτέρω οκτώ από τον Έβρενο. Θεοδοσάκης Χρήστος από το Αρσάκειο, Καπλάνης Ορέστης από την Αλεξανδρούπολη και Σαγίρης Δημήτριος από τις Σάπες. Τον Νικόλαο Τσομπανίδη τον έκαψαν στο φούρνο ενός ελαιοτριβείου που βρισκόταν τότε στην οδό Ξάνθης στην Κομοτηνή. Τον δε Σαγίρη Δημήτριο στις 28-6-1944 τον κατέσφαξαν με το μαχαίρι και τον πέταξαν μέσα σε ένα πηγάδι έξω από τις Σάπες, ήταν μόνο 40 ετών. Τα ίδια γεγονότα βλέπουμε να διαδραματίζονται από τους Βουλγάρους και στον Ροδίτη, όπου όπως με ενημέρωσε ο συνταξιούχος δημ. υπάλληλος Γιώργος Νεστωράκης, τρεις είναι οι άγρια δολοφονημένοι του Ροδίτη, Μαστιχίδης Αθανάσιος νεκρός μετά από ξυλοδαρμό, Λασκαρίδης Χρήστος νεκρός μετά από πολλά βασανιστήρια δια τουφεκισμού, την δε σύζυγό του Λασκαρίδου Φραγκοπούλα την λιντσάρισε πλήθος από αγριεμένους Βουλγάρους.
Την 3η Μαρτίου 1942 συνελήφθησαν τα μεσάνυχτα όλοι οι Εβραίοι της Κομοτηνής, 770 περίπου άτομα απήχθησαν από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Από αυτούς διέφυγαν την σύλληψη, είτε γιατί ή κρύφτηκαν, είτε γιατί δεν βρίσκονταν στην πόλη την μοιραία νύχτα περί τα 38 άτομα. Ο τελευταίος Εβραίος που καταγόταν από την Δράμα και ζούσε στην πόλη μας, μέχρι πριν κάποια χρόνια οπότε και απεβίωσε, ήταν ο δερματολόγος γιατρός Αλβέρτος Φαΐς. Ένας σοβαρός και καλός άνθρωπος. Ο γιος του Μισέλ Φαΐς είναι συγγραφέας λογοτέχνης και ζει στην Αθήνα. Αυτή τη στιγμή στην Ροδόπη διαμένουν δύο με τρεις οικογένειες που προέρχονται από μικτούς γάμους Ποντίων και Εβραίων οι οποίοι έχουν έλθει από την τέως Σοβιετική Ένωση.
Την ημέρα του Αγίου Γεωργίου το 1942 ο μητροπολίτης μίλησε στον ομώνυμο ναό της Κομοτηνής πατριωτικά. Την επομένη ημέρα τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής τον απέλασαν. Οι Βούλγαροι για να κάμψουν το φρόνημα των Ελλήνων δημιούργησαν τα τάγματα εργασίας στα οποία κατατάσσονταν υποχρεωτικά όλοι οι άνδρες από 16 μέχρι 60 χρονών που ήταν ύποπτοι για αντίσταση. Η καταναγκαστική εργασία μέσα στο λιοπύρι, οι κακουχίες, τα βασανιστήρια, το ελάχιστο φαγητό και νερό θύμιζε τα αντίστοιχα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών ή τα Αμελέ Ταμπουρού των Τούρκων στην Μ. Ασία. Αλλά ενώ για τους Γερμανούς κατακτητές έγινε η δίκη της Νυρεμβέργης για τα εγκλήματα πολέμου, για τους Βουλγάρους κατακτητές δεν έγινε κάτι τέτοιο για διαφόρους λόγους.
Πολλοί είναι οι δηλωμένοι από τους συγγενείς τους φονευθέντες αγρίως από τους Βουλγάρους κατακτητές την περίοδο 1941-1944 στο Ν. Ροδόπης. Άγνωστος είναι και ο αριθμός των θανόντων από πείνα, κακουχίες και αναίτιους ξυλοδαρμούς. Μάλιστα ο άγριος ξυλοδαρμός ήταν καθημερινό φαινόμενο καθ' όλη την διάρκεια της κατοχής από τους Βουλγάρους, ήταν δε τόσο βίαιος και σκληρός που όταν επέστρεφε ο δαρμένος στο σπίτι του, μια και δεν υπήρχαν και φάρμακα, τον τύλιγαν με δέρμα από φρεσκοσφαγμένο πρόβατο γιατί πιστεύανε ότι έτσι θα τραβήξει τον πόνο και τις μελανιές. Αυτό το κρατούσε ο δαρμένος μέχρι να φύγει ο πόνος και το πρήξιμο.
Οι Βούλγαροι υιοθέτησαν μια σειρά από πολιτικές κατατρομοκράτησης και εκφοβισμού του πληθυσμού καθ' όλη την διάρκεια της κατοχής. Αντικατέστησαν όλες τις υπηρεσίες με βουλγαρικές, απαγόρευσαν την χρήση της ελληνικής γλώσσας, στον δρόμο, στα σχολεία και στις εκκλησίες, τις οποίες προσπαθούσαν να τις εντάξουν στην βουλγαρική εκκλησία, απειλώντας και εκβιάζοντας τους ιερείς. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα και άγρια σωματική βία. Έτσι βλέπουμε να καλούν στην κοινότητα του Ν. Σιδηροχωρίου τον ιερέα Γεώργιο Βουλγαράκη που το 1939 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε ως εφημέριος στον ιερό ναό των Ταξιαρχών Ν. Αδριανής και να ρίχνονται επάνω του σέρνοντάς του από τα γένια αρχίζοντας μια σειρά βασανιστηρίων χτυπώντας τον πάνω στους τοίχους, αφού δε του μαύρισαν όλο το σώμα από το ξύλο τον πέταξαν έξω με τις κλωτσιές. Αυτό γινόταν κάθε μέρα από τις 11 νυκτός μέχρι 2 πρωϊνής.
Επίσης τον πίεζαν να ψέλνει βουλγαρικά, αυτός τους έλεγε ότι είναι πολύ δύσκολο να τα μάθει. Αργότερα μόλις έγινε λίγο καλά πήγε στην Εκκλησία, χτύπησε την καμπάνα και έκανε την θεία λειτουργία. Μετά την θεία λειτουργία όμως εμφανίσθηκε ένας έφιππος Βούλγαρος αστυνομικός και τον διέταξε να τον ακολουθήσει, οπότε και κατευθύνθηκε στο καφενείο του Κωνσταντίνου Τυπάλδου το οποίο κατείχε ένας Βούλγαρος. Στο καφενείο οι Βούλγαροι πρόσφεραν στον ιερέα έναν καφέ. Ο καφές όμως ήταν το τέλος του, είχε μέσα δηλητήριο, έπεσε αμέσως κάτω σφαδάζοντας από τους πόνους, τότε τον έβαλαν πάνω σε ένα κάρο και τον πήγαν στην Κομοτηνή σε ένα Βούλγαρο γιατρό που λεγόταν Ζαχάρωφ. Αυτός μόλις τον είδε είπε "τι τον φέρατε εδώ, αυτός είναι πεθαμένος δηλητηριασμένος", ήταν 8-12-1942. Τάφηκε στο Νέο Σιδηροχώρι, άφησε πίσω του την πρεσβυτέρα Θεοδώρα και τα παιδιά του Σταύρο, Σοφιανό και Στεριανή.
Ο ιερέας Εμμανουηλίδης Βαγιάνης γεννήθηκε το 1872 στην Γραβούνα Κεσσάνης κατά το διάστημα της κατοχής δοκιμάσθηκε ποικιλοτρόπως, χτυπήθηκε απάνθρωπα από τους Βούλγαρους, φυλακίστηκε και υπέστη τα πάνδεινα διότι δεν αρνήθηκε τα εθνικά του φρονήματα. Καυτηρίαζε τις βαρβαρότητες των βουλγαρικών αρχών και προέτρεπε τους ενορίτες του να μην δηλώσουν βουλγαρική υπηκοότητα. Συνελήφθη το 1943 και στις 25-6-1944 ημέρα Κυριακή υπέκυψε μετά από το πολύ βουλγάρικο ξύλο. Ήταν ιερέας στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Συκορράχης. Ετάφη αρχικώς στο κοιμητήριο της Συκορράχης και μετά την αποχώρηση των Βουλγάρων από την Ροδόπη τα οστά του ενταφιάσθηκαν στον περίβολο του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου Κομοτηνής. Ένα ακόμη θύμα των Βουλγάρων ήταν και ο ιερέας Παπαδόπουλος Θεόδωρος εφημέριος στην Αίγειρο. Γεννήθηκε στη Μοσχονά Κεσσάνης το 1880, το 1922 μετά την μικρασιατική καταστροφή τοποθετήθηκε ως εφημέριος στην Αίγειρο. Συνελήφθη στις 12-6-1941 στην οικία του, όπου ήταν κατάκοιτος και ασθενής. Πέθανε από τις κακοποιήσεις μετά από λίγες ημέρες στις 22-6-1941, τάφηκε πίσω από το ιερό βήμα του ναού του. Άφησε πίσω την πρεσβυτέρα του Αρτεμισία και τα παιδιά του Αναστάσιο, Ευάγγελο, Γεώργιο, Θεόκτη και Δαμιανό.
Όλοι οι κάτοικοι της Ροδόπης αν ρωτηθούν έχουν να πουν και μια ιστορία από την βουλγαρική κατοχή που θα έχει μόνο ασθένειες, πείνα, πόνο, φόνους και το χωρίς λόγο βουλγάρικο ξύλο.
Όλοι οι γνωστοί και άγνωστοι ήρωες της Ροδόπης πρόσφεραν την ζωή τους για να ζούμε εμείς ελεύθεροι, δυστυχώς όμως τους τιμούν μόνο στον τόπο καταγωγής τους και δεν διδάσκεται στην ιστορία των σχολείων. Ο πόνος και η θύμηση θα πρέπει να μείνει μόνο στις παλαιότερους, οι νέοι θα πρέπει να γνωρίζουν μόνο την ιστορία. Αυτή και μόνο αυτή να μείνει στο μυαλό τους και όχι το μίσος.
Η συνέχεια του άρθρου θα δημοσιευτεί στην έκδοση του Σαββάτου 1η Δεκεμβρίου
Πηγές: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Κόσμιο - Ιστορία, μνήμες, παραδόσεις Δημ. Σ. Αρσενίου, Γιώργος Κεραμυδάς Η βουλγαρική κατοχή
Πηγή: Εφημερίδα Χρόνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..