Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019

Ιωάννης Βαρβάκης: Ο απένταρος πειρατής που έμεινε στην Ιστορία ως εθνικός ευεργέτης

Όταν κάνουμε κουβέντα για Εθνικούς ευεργέτες το μυαλό μας ταξιδεύει –και λογικό είναι- στους Αριστοτέλη Ωνάση και Σταύρο Νιάρχο. Οι δύο σπουδαίοι αυτοί άνθρωποι δεν
χρειάζονται συστάσεις καθώς εκτός των όσων έπραξαν εν ζωή, τα Ιδρύματα που φέρουν το όνομά τους αναπτύσσουν τόσες και τέτοιες κοινωφελείς δραστηριότητες, που διαιωνίζουν τη φήμη τους ακόμα και μετά το θάνατό τους. Σήμερα όμως θα μιλήσουμε για έναν άλλον σπουδαίο άνθρωπο.

Εναν ευεργέτη ο οποίος έχει βάλει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του στη χώρας μας. Μιλάμε για τον Ψαριανό ήρωα, τον πειρατή-έμπορο-στρατιωτικό με τη σημαντική δράση κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και των Ορλωφικών. Τον τύπο που από επικηρυγμένος και απένταρος δημιούργησε μια απέραντη αυτοκρατορία λόγω της ευστροφίας, της θέλησης και πάνω από όλα της μεγάλης του ανακάλυψης: το χαβιάρι. 

Πάνω απ' όλα βοήθησε τον αγώνα των Ψαριανών, των συμπατριωτών του στέλνοντας τρόφιμα και διάφορα άλλα εφόδια. Μετά την καταστροφή των Ψαρών, το 1824, ήρθε στην Ελλάδα, για να βοηθήσει με κάθε μέσο τους πρόσφυγες. Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα ονομάστηκε με ψήφισμα του Βουλευτικού μέγας ευεργέτης του Έθνους. 

Στη διαθήκη του άφησε 1.000.000 ρούβλια και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο ελληνικό Δημόσιο για κοινωφελείς σκοπούς. 

Από τα λεφτά αυτά ιδρύθηκε η Βαρβάκειος Σχολή η οποία όμως καταστράφηκε στα Δεκεμβριανά (1944). 

Η νέα «Βαρβάκειος Σχολή» είναι χτισμένη σήμερα στα όρια του Δήμου Αθηναίων και δήμου Παλαιού Ψυχικού. 

Με δική του δωρεά κατασκευάστηκε η κλειστή αγορά της Αθήνας (Βαρβάκειος Αγορά) 

Με δικά του έξοδα εξόπλισε τους ομογενείς που πολεμούσαν με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αρχηγό της Φιλικής Εταιρίας στην Ελληνική Επανάσταση. Επίσης μέσω του Πατριαρχείου κατάφερε να εξαγοράσει πάρα πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους. 

Η ζωή του γυρίστηκε και σε ταινία (σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σμαραγδή) το 2012 με τίτλο «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι». Πρωταγωνιστής ο Sebastian Koch. 

Λόγω ασθένειας επέστρεψε από το Ναύπλιο στη Ζάκυνθο για θεραπεία. Οι Άγγλοι δεν του επέτρεψαν να βγει στην πόλη της Ζακύνθου λόγω της λοιμώδους νόσου από την οποία έπασχε. Στο λοιμοκαθαρτήριο έφτασε στις 21 Δεκεμβρίου 1824. Πέθανε τα ξημερώματα της 10ης Ιανουαρίου 1825.

Αυτή είναι η ιστορία του εθνικού ευεργέτη, Ιωάννη Βαρβάκη, με αφορμή τα 194 χρόνια από τον θάνατό του. 

Μπορεί να έγινε γνωστός ως Βαρβάκης ωστόσο το όνομά του ήταν Λεοντής (γιος του Ανδρέα Λεοντή και της Μαρώς Μόρου) και γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου του 1745. Πώς προέκυψε όμως το «Βαρβάκης»; Στα Ψαρά ζει ένα είδος γερακιού, το οποίο οι ντόπιοι αποκαλούν Βαρβάκι. Οι συνομήλικοί του βλέποντας τα μεγάλα και πολύ αυστηρά του μάτια, καθώς και την ορμητικότητα που τον χαρακτήριζε δεν ήθελαν πολύ για να του κολλήσουν το συγκεκριμένο προσωνύμιο. Και κάπως έτσι «γεννήθηκε» ο Ιωάννης Βαρβάκης.

Από μικρός άρχισε να ασχολείται με τη θάλασσα καθώς εργαζόταν στο μεταφορικό πλοίο του πατέρα του, ενώ από τα δέκα του ήξερε κιόλας να πυροβολεί με πιστόλι τουφέκι και να χρησιμοποιεί το κανόνι του καραβιού. Σύντομα ασχολήθηκε με το εμπόριο αλλά όπως συνηθιζόταν εκείνο τον καιρό λόγω των άγριων συνθηκών της ναυτιλίας, στράφηκε στην πειρατεία.

Οι ικανότητές του στη θάλασσα δεν πέρασαν απαρατήρητες και πήρε μέρος στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο σαν κυβερνήτης πυρπολικού, ενώ κατά τα Ορλωφικά (1770) συντάχθηκε με τα στρατεύματα της Αικατερίνης Β' της Ρωσίας. Όμως η συνθήκη ειρήνης τον πρόλαβε πριν αναλάβει δράση και αναγκάστηκε να συνεχίσει την εμπορική και πειρατική του δραστηριότητα.

Ο Βαρβάκης όντας επικηρυγμένος από τους Οθωμανούς, αδιαφορώντας για την επικινδυνότητα της κατάστασης έπλευσε προς την Κωνσταντινούπολη προκειμένου να διαπραγματευτεί την πώληση ενός πλοίου του. Εκεί οι Τούρκοι τον εντόπισαν με αποτέλεσμα να του το κατασχέσουν αφήνοντάς τον απένταρο. Τόσα χρόνια προσπαθειών, κινδύνων και δουλειάς είχαν πάει χαμένα. Τότε όμως είναι που έκανε την πιο σημαντική του κίνηση. Έβαλε πλώρη για την Αγία Πετρούπολη και συγκεκριμένα για την Μεγάλη Αικατερίνη. 

Δίχως να έχει να χάσει κάτι, ο Βαρβάκης ζήτησε ακρόαση από την Αικατερίνη ζητώντας τη βοήθειά της. Εκείνη όχι μόνο απάντησε θετικά στο αίτημά του, αλλά τον ενίσχυσε οικονομικά –του έδωσε ένα πουγκί με 10.000 χρυσά ρούβλια- παραχωρώντας του ταυτόχρονα το δικαίωμα ατελούς και κυρίως αφορολόγητης αλιείας στην Κασπία Θάλασσα. Μπροστά του ανοιγόταν μια τεράστια ευκαιρία με όλο το χρόνο και κυρίως το χώρο να οργανώσει καλύτερα τις επιχειρήσεις του. Πλέον είχε τέσσερα δικά του καράβια, έναν τεράστιο και κυρίως πλούσιο ψαρότοπο στον Βόλγα αλλά και τρία νησιά στην Κασπία.

Η μεγαλύτερη «απόκτησή» του ωστόσο ήταν άλλη. Μία μέρα καθώς έκανε τον περίπατό του στις όχθες του Βόλγα το μάτι του πήρε έναν μουζίκο να τρώει γεμάτος ενθουσιασμό μια περίεργη τροφή με μαύρο χρώμα την οποία δεν είχε ξαναδεί. Όταν λοιπόν τον πλησίασε για να τον ρωτήσει τι τρώει εκείνος απάντησε: «Ικρά» -που στα ρωσικά θα πει χαβιάρι- και του έδωσε να δοκιμάσει.

Ο Βαρβάκης ενθουσιασμένος με το πόσο γευστικό ήταν το έδεσμα τον ρώτησε από που προέρχεται. 'Εμαθε, λοιπόν, πως ο Βόλγας και οι παραπόταμοι καθώς και οι γύρω λίμνες ήταν γεμάτοι από μπελούγκα, στουργιόνι, μουρούνα, λούτσους και οξυρρύγχους, που οι ωοθήκες τους ήταν γεμάτες με αυτή την θρεπτική τροφή. Από εκεί και πέρα όλα ήταν θέμα χρόνου. Το «τρένο» είχε μπει στις ράγες του. Από το πουθενά δημιουργήθηκε το περίφημο χαβιάρι, το οποίο έγινε αγαπητό από όλους τους καλοφαγάδες του κόσμου. Ο Βαρβάκης δεν ήταν απλώς ζάμπλουτος. Ήταν κροίσος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..