Του Στέφανου Μίλεση
Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου χιλιάδες Έλληνες ναυτικοί μας επάνδρωναν τα εμπορικά πλοία, τα οποία συνέχιζαν να εκτελούν τα δρομολόγιά τους κάτω από αντίξοες συνθήκες, εξασφαλίζοντας στους συμμαχικό στρατό πολεμοφόδια, τρόφιμα, φάρμακα και άλλα είδη. Ένα σύνηθες δρομολόγιο που
εκτελούσαν τα εμπορικά πλοία κατά την διάρκεια του πολέμου, ήταν μεταξύ Βρετανίας και Αμερικής, δημιουργώντας έτσι μια «γέφυρα» τροφοδοσίας της βρετανικής νήσου, που μόνη τότε πολεμούσε τον Άξονα. Κάθε λεπτό στη θάλασσα καραδοκούσε το εμπορικό πλοίο κι ένας διαφορετικός θανάσιμος κίνδυνος, που δεν είχε να κάνει μόνο με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, αλλά με τα γερμανικά υποβρύχια και τις τορπίλες τους. Κατά αγέλες τα υποβρύχια των Γερμανών παραμόνευαν στο πέλαγος με ειδική αποστολή να βυθίζουν εμπορικά πλοία διακόπτοντας την ατλαντική γραμμή που όμοια με τον ομφάλιο λώρο μετέφερε το απαραίτητο «οξυγόνο» στην Βρετανία για να συνεχίσει να πολεμά. Εκτός από τα υποβρύχια, ίδιο κίνδυνο για τα εμπορικά πλοία αποτελούσαν οι νάρκες, τα εχθρικά αεροπλάνα ή τα εχθρικά πολεμικά. Η αλήθεια ήταν ότι τα εμπορικά έπλεαν ανυπεράσπιστα χωρίς ουσιαστικά να διαθέτουν μέτρα προστασίας ή ανταπόδοσης της απειλής. Και πριν τον πόλεμο οι Έλληνες ναυτικοί βρίσκονταν αντιμέτωποι με ναυάγια και άλλους κινδύνους που είχαν να κάνουν όμως με τους κινδύνους της θάλασσας και όχι με τον πόλεμο.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες καθιερώθηκε να ταξιδεύουν πολλά μαζί συνοδεία αντιτορπιλικών. Σχημάτιζαν νηοπομπές με τις οποίες διέσχιζαν τους ωκεανούς έχοντας πλήρη συσκότιση ώστε να μη γίνονται ορατές. Από την ολοκλήρωση της αποστολής τους, εξαρτάτο η συνέχιση μιας μάχης, η τροφοδοσία ενός στρατού, η επιβίωση μιας πόλης. Πολλοί από τους ηρωικούς ναυτικούς μας είχαν ναυαγήσει περισσότερες της μιας φοράς, αλλά συνέχιζαν τα δρομολόγια. Το εβδομήντα οκτώ τοις εκατό των εμπορικών μας πλοίων τορπιλίστηκαν παίρνοντας μαζί τους στο βυθό πολλά μέλη των πληρωμάτων τους. Οι απώλειες των Ελλήνων ναυτικών καταμετρήθηκαν αρχικώς στους 2.350 άνδρες αλλά σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και εκείνοι που έμειναν ανάπηροι, ψυχικά διαταραγμένοι, ανίκανοι προς εργασία τα μεταπολεμικά χρόνια. Η δράση του εμπορικού μας ναυτικού ήταν ίσως η μεγαλύτερη αποστολή του πολέμου που οι άνδρες του εξετέλεσαν με αυτοθυσία, χωρίς να λάβουν την αναγνώριση που τους αναλογούσε. Ένας από αυτούς τους χιλιάδες ηρωικούς ναυτικούς μας, υπήρξε και ο Πάτροκλος Γερασιμάτος από τα Λεκατσάτα της Κεφαλονιάς. Ήταν τριάντα τριών ετών όταν τον βρήκε ο πόλεμος να εργάζεται ναυτολογημένος πάνω στα ωκεανοπόρα πλοία ως ναύτης καταστρώματος. Πίσω στο νησί είχε αφήσει μια μάνα, δύο αδέλφια και τρεις αδελφές. Προπολεμικά είχε εργαστεί σε Κεφαλονίτικες εταιρείες αλλά και σε Χιώτες και Κυκλαδίτες εφοπλιστές. Η έλευση του πολέμου και της κατοχής απέκοψε τον Πάτροκλο από την οικογένειά του που επικοινωνούσε όμως μαζί της μέχρι το 1942. Τη χρονιά εκείνη σταμάτησε να στέλνει γράμματα στο νησί του. Η οικογένειά του παρότι μάθαινε για τους τορπιλισμούς των εμπορικών πλοίων και το χαμό των πληρωμάτων τους διατηρούσε άσβεστη ελπίδα ότι ο δικός τους Πάτροκλος θα ήταν καλά, διαφεύγοντας τους κινδύνους που μάθαιναν διαρκώς από το ραδιόφωνο. Τα χρόνια της κατοχής πέρασαν και ήρθε η απελευθέρωση. Σταδιακά οι οικογένειες των ναυτικών υποδέχονταν τους δικούς τους ανθρώπους ή έστω μάθαιναν τα νέα τους. Για τον Πάτροκλο Γερασιμάτο όμως κανένα νέο δεν υπήρχε, ούτε κανείς έφτασε στην Κεφαλονιά να μεταφέρει γράμμα ή μαντάτο δικό του. Ο καιρός περνούσε και η οικογένεια έλαβε πλέον την απόφαση ότι το παλικάρι τους είχε χαθεί, δεν ήταν άλλωστε ο μόνος, αφού χιλιάδες άλλοι ναυτικοί σε όλο τον κόσμο είχαν την ίδια μοίρα. Το όνομα του Πάτροκλου προστέθηκε με τον καιρό στους αγνοούμενους ναυτικούς, γυναίκες μαυροφορέθηκαν, εκκλησίες τον μνημόνευσαν. Και ο χρόνος, ο μέγας αυτός απατεώνας, που προσθέτει μέρες, εβδομάδες, μήνες στην απώλεια και την κάνει να φαίνεται μακρινή, κοροϊδεύει τους ανθρώπους κάνοντας τάχα ότι σβήνει τα σημάδια της λύπης, που στην ψυχή των δικών του όμως παραμένουν αναλλοίωτα. Τα χρόνια περνούσαν με επιμνημόσυνες δεήσεις ενώ τα «υπέρ αναπαύσεως» έδιναν κι έπαιρναν πίσω στο νησί του και στην οικογένειά του. Ο καημός της μητέρας μεγάλος, όταν χάνει το παιδί της, δεν καταλάβαινε ούτε από το χρόνο που περνούσε, ούτε από τα λόγια των συμπατριωτών της που της έλεγαν να το πάρει απόφαση ότι ο γιος της είχε σκοτωθεί ή είχε πνιγεί στον Ατλαντικό.
Τον Αύγουστο του 1953 μεγάλοι καταστροφικοί σεισμοί χτύπησαν τα νησιά του Ιονίου, ανάμεσά τους και την Κεφαλονιά. Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 450 και οι τραυματίες τους δυόμιση χιλιάδες. Το νησί σχεδόν ισοπεδώθηκε και κόσμος έμεινε άστεγος. Οι απανταχού Κεφαλονίτες κινητοποιήθηκαν να συνδράμουν ο καθένας με τον τρόπο του την πατρογονική του γη. Ανάμεσά τους και ο εργολάβος της Αθήνας Γ. Παλουμπής που άφησε το γραφείο του και τους πελάτες του και επέστρεψε στο νησί για να συμβάλει στο έργο της ανοικοδόμησης. Στην Κεφαλονιά βρέθηκε τυχαία με την οικογένεια Γερασιμάτου στον οικισμό Λεκατσάτα όπου και έμαθε από τη μαυροφορεμένη μάνα την ιστορία του γιου της, του Πάτροκλου, ό,τι δηλαδή γνώριζε να του πει μέχρι το 1942. Η μάνα του επαναλάμβανε για τον γιο της ότι ζούσε και ότι δεν είχε πεθάνει. Ο Παλουμπής συγκινημένος από την επιμονή της ηλικιωμένης μάνας αποφάσισε να γράψει σε έναν γνωστό του Άγγλο αστυνομικό που υπηρετούσε στη υπηρεσία αλλοδαπών της Βρετανίας. Του έστειλε όλες τις πληροφορίες που διέθετε καθώς και μια φωτογραφία του Πάτροκλου. Το έκανε όχι τόσο γιατί είχε πειστεί από τα λόγια της μάνας, αλλά διότι σπάραζε η καρδιά του να την βλέπει να τον παρακαλά, να ζητά τη συνδρομή την δική του ή όποιου άλλου συναντούσε. Μήνες πέρασαν και ο Παλουμπής είχε σχεδόν ξεχάσει την επιστολή της Αγγλίας. Μέχρι που στις αρχές του 1958 έλαβε απαντητική επιστολή που τον πληροφορούσε ότι ο Πάτροκλος ζούσε! Ήταν έγκλειστος σε ένα ψυχιατρείο έξω από το Λονδίνο. Κανείς όμως δεν γνώριζε το πώς βρέθηκε εκεί. Υπήρχε υποψία ότι μάλλον το πλοίο του είχε τορπιλιστεί και ναυαγός ο ίδιος παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα παλεύοντας με τα κύματα. Είχε τόσο μεγάλη παραμονή στη θάλασσα που στο τέλος παραφρόνησε. Ο ίδιος δεν ήταν σε θέση βέβαια να δώσει κάποια πληροφορία. Επαναλάμβανε διαρκώς τα ονόματα των πλοίων που είχε εργαστεί και έκλεινε τη φράση του πάντα με το ερώτημα «γιατί οι άνθρωποι θέλουν να με σκοτώσουν;». Ο χαμένος επί 16 χρόνια Πάτροκλος Γερασιμάτος είχε βρεθεί ζωντανός, 49 ετών πλέον στην ηλικία. Οι Βρετανοί όταν έμαθαν για την περιπέτειά του ανέλαβαν τιμής ένεκεν εκείνοι την αεροπορική μεταφορά του πίσω στην Ελλάδα, συνοδεία μάλιστα και Βρετανίδας νοσοκόμου του ψυχιατρείου όπου νοσηλευόταν. Το τι έγινε φυσικά με την άφιξή του στην Ελλάδα δεν είναι εύκολο να περιγραφεί. Όχι μόνο η μάνα του και η οικογένειά του αλλά πολλοί και από το νησί του είχαν φτάσει να τον υποδεχθούν. Ο Πάτροκλος συνέχιζε να δείχνει ότι δεν καταλαβαίνει και να επαναλαμβάνει διαρκώς τα πλοία που ήταν μπαρκαρισμένος με το ίδιο ερώτημα πάντα στο τέλος «γιατί οι άνθρωποι θέλουν να με σκοτώσουν;». Ο Πάτροκλος νοσηλεύθηκε στην κλινική Μαρκομιχελάκη στην Ακτή Ποσειδώνος με έξοδα του Οίκου Ναύτου. Για πολλές οικογένειες οι συνέπειες του πολέμου διήρκεσαν για πολλά χρόνια μετά την επίσημη λήξη του. Ανάμεσά σε αυτές και η οικογένεια του Πάτροκλου Γερασιμάτου.
Εφημερίδα φωνή πειραιωτών
Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου χιλιάδες Έλληνες ναυτικοί μας επάνδρωναν τα εμπορικά πλοία, τα οποία συνέχιζαν να εκτελούν τα δρομολόγιά τους κάτω από αντίξοες συνθήκες, εξασφαλίζοντας στους συμμαχικό στρατό πολεμοφόδια, τρόφιμα, φάρμακα και άλλα είδη. Ένα σύνηθες δρομολόγιο που
εκτελούσαν τα εμπορικά πλοία κατά την διάρκεια του πολέμου, ήταν μεταξύ Βρετανίας και Αμερικής, δημιουργώντας έτσι μια «γέφυρα» τροφοδοσίας της βρετανικής νήσου, που μόνη τότε πολεμούσε τον Άξονα. Κάθε λεπτό στη θάλασσα καραδοκούσε το εμπορικό πλοίο κι ένας διαφορετικός θανάσιμος κίνδυνος, που δεν είχε να κάνει μόνο με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, αλλά με τα γερμανικά υποβρύχια και τις τορπίλες τους. Κατά αγέλες τα υποβρύχια των Γερμανών παραμόνευαν στο πέλαγος με ειδική αποστολή να βυθίζουν εμπορικά πλοία διακόπτοντας την ατλαντική γραμμή που όμοια με τον ομφάλιο λώρο μετέφερε το απαραίτητο «οξυγόνο» στην Βρετανία για να συνεχίσει να πολεμά. Εκτός από τα υποβρύχια, ίδιο κίνδυνο για τα εμπορικά πλοία αποτελούσαν οι νάρκες, τα εχθρικά αεροπλάνα ή τα εχθρικά πολεμικά. Η αλήθεια ήταν ότι τα εμπορικά έπλεαν ανυπεράσπιστα χωρίς ουσιαστικά να διαθέτουν μέτρα προστασίας ή ανταπόδοσης της απειλής. Και πριν τον πόλεμο οι Έλληνες ναυτικοί βρίσκονταν αντιμέτωποι με ναυάγια και άλλους κινδύνους που είχαν να κάνουν όμως με τους κινδύνους της θάλασσας και όχι με τον πόλεμο.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες καθιερώθηκε να ταξιδεύουν πολλά μαζί συνοδεία αντιτορπιλικών. Σχημάτιζαν νηοπομπές με τις οποίες διέσχιζαν τους ωκεανούς έχοντας πλήρη συσκότιση ώστε να μη γίνονται ορατές. Από την ολοκλήρωση της αποστολής τους, εξαρτάτο η συνέχιση μιας μάχης, η τροφοδοσία ενός στρατού, η επιβίωση μιας πόλης. Πολλοί από τους ηρωικούς ναυτικούς μας είχαν ναυαγήσει περισσότερες της μιας φοράς, αλλά συνέχιζαν τα δρομολόγια. Το εβδομήντα οκτώ τοις εκατό των εμπορικών μας πλοίων τορπιλίστηκαν παίρνοντας μαζί τους στο βυθό πολλά μέλη των πληρωμάτων τους. Οι απώλειες των Ελλήνων ναυτικών καταμετρήθηκαν αρχικώς στους 2.350 άνδρες αλλά σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και εκείνοι που έμειναν ανάπηροι, ψυχικά διαταραγμένοι, ανίκανοι προς εργασία τα μεταπολεμικά χρόνια. Η δράση του εμπορικού μας ναυτικού ήταν ίσως η μεγαλύτερη αποστολή του πολέμου που οι άνδρες του εξετέλεσαν με αυτοθυσία, χωρίς να λάβουν την αναγνώριση που τους αναλογούσε. Ένας από αυτούς τους χιλιάδες ηρωικούς ναυτικούς μας, υπήρξε και ο Πάτροκλος Γερασιμάτος από τα Λεκατσάτα της Κεφαλονιάς. Ήταν τριάντα τριών ετών όταν τον βρήκε ο πόλεμος να εργάζεται ναυτολογημένος πάνω στα ωκεανοπόρα πλοία ως ναύτης καταστρώματος. Πίσω στο νησί είχε αφήσει μια μάνα, δύο αδέλφια και τρεις αδελφές. Προπολεμικά είχε εργαστεί σε Κεφαλονίτικες εταιρείες αλλά και σε Χιώτες και Κυκλαδίτες εφοπλιστές. Η έλευση του πολέμου και της κατοχής απέκοψε τον Πάτροκλο από την οικογένειά του που επικοινωνούσε όμως μαζί της μέχρι το 1942. Τη χρονιά εκείνη σταμάτησε να στέλνει γράμματα στο νησί του. Η οικογένειά του παρότι μάθαινε για τους τορπιλισμούς των εμπορικών πλοίων και το χαμό των πληρωμάτων τους διατηρούσε άσβεστη ελπίδα ότι ο δικός τους Πάτροκλος θα ήταν καλά, διαφεύγοντας τους κινδύνους που μάθαιναν διαρκώς από το ραδιόφωνο. Τα χρόνια της κατοχής πέρασαν και ήρθε η απελευθέρωση. Σταδιακά οι οικογένειες των ναυτικών υποδέχονταν τους δικούς τους ανθρώπους ή έστω μάθαιναν τα νέα τους. Για τον Πάτροκλο Γερασιμάτο όμως κανένα νέο δεν υπήρχε, ούτε κανείς έφτασε στην Κεφαλονιά να μεταφέρει γράμμα ή μαντάτο δικό του. Ο καιρός περνούσε και η οικογένεια έλαβε πλέον την απόφαση ότι το παλικάρι τους είχε χαθεί, δεν ήταν άλλωστε ο μόνος, αφού χιλιάδες άλλοι ναυτικοί σε όλο τον κόσμο είχαν την ίδια μοίρα. Το όνομα του Πάτροκλου προστέθηκε με τον καιρό στους αγνοούμενους ναυτικούς, γυναίκες μαυροφορέθηκαν, εκκλησίες τον μνημόνευσαν. Και ο χρόνος, ο μέγας αυτός απατεώνας, που προσθέτει μέρες, εβδομάδες, μήνες στην απώλεια και την κάνει να φαίνεται μακρινή, κοροϊδεύει τους ανθρώπους κάνοντας τάχα ότι σβήνει τα σημάδια της λύπης, που στην ψυχή των δικών του όμως παραμένουν αναλλοίωτα. Τα χρόνια περνούσαν με επιμνημόσυνες δεήσεις ενώ τα «υπέρ αναπαύσεως» έδιναν κι έπαιρναν πίσω στο νησί του και στην οικογένειά του. Ο καημός της μητέρας μεγάλος, όταν χάνει το παιδί της, δεν καταλάβαινε ούτε από το χρόνο που περνούσε, ούτε από τα λόγια των συμπατριωτών της που της έλεγαν να το πάρει απόφαση ότι ο γιος της είχε σκοτωθεί ή είχε πνιγεί στον Ατλαντικό.
Τον Αύγουστο του 1953 μεγάλοι καταστροφικοί σεισμοί χτύπησαν τα νησιά του Ιονίου, ανάμεσά τους και την Κεφαλονιά. Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 450 και οι τραυματίες τους δυόμιση χιλιάδες. Το νησί σχεδόν ισοπεδώθηκε και κόσμος έμεινε άστεγος. Οι απανταχού Κεφαλονίτες κινητοποιήθηκαν να συνδράμουν ο καθένας με τον τρόπο του την πατρογονική του γη. Ανάμεσά τους και ο εργολάβος της Αθήνας Γ. Παλουμπής που άφησε το γραφείο του και τους πελάτες του και επέστρεψε στο νησί για να συμβάλει στο έργο της ανοικοδόμησης. Στην Κεφαλονιά βρέθηκε τυχαία με την οικογένεια Γερασιμάτου στον οικισμό Λεκατσάτα όπου και έμαθε από τη μαυροφορεμένη μάνα την ιστορία του γιου της, του Πάτροκλου, ό,τι δηλαδή γνώριζε να του πει μέχρι το 1942. Η μάνα του επαναλάμβανε για τον γιο της ότι ζούσε και ότι δεν είχε πεθάνει. Ο Παλουμπής συγκινημένος από την επιμονή της ηλικιωμένης μάνας αποφάσισε να γράψει σε έναν γνωστό του Άγγλο αστυνομικό που υπηρετούσε στη υπηρεσία αλλοδαπών της Βρετανίας. Του έστειλε όλες τις πληροφορίες που διέθετε καθώς και μια φωτογραφία του Πάτροκλου. Το έκανε όχι τόσο γιατί είχε πειστεί από τα λόγια της μάνας, αλλά διότι σπάραζε η καρδιά του να την βλέπει να τον παρακαλά, να ζητά τη συνδρομή την δική του ή όποιου άλλου συναντούσε. Μήνες πέρασαν και ο Παλουμπής είχε σχεδόν ξεχάσει την επιστολή της Αγγλίας. Μέχρι που στις αρχές του 1958 έλαβε απαντητική επιστολή που τον πληροφορούσε ότι ο Πάτροκλος ζούσε! Ήταν έγκλειστος σε ένα ψυχιατρείο έξω από το Λονδίνο. Κανείς όμως δεν γνώριζε το πώς βρέθηκε εκεί. Υπήρχε υποψία ότι μάλλον το πλοίο του είχε τορπιλιστεί και ναυαγός ο ίδιος παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα παλεύοντας με τα κύματα. Είχε τόσο μεγάλη παραμονή στη θάλασσα που στο τέλος παραφρόνησε. Ο ίδιος δεν ήταν σε θέση βέβαια να δώσει κάποια πληροφορία. Επαναλάμβανε διαρκώς τα ονόματα των πλοίων που είχε εργαστεί και έκλεινε τη φράση του πάντα με το ερώτημα «γιατί οι άνθρωποι θέλουν να με σκοτώσουν;». Ο χαμένος επί 16 χρόνια Πάτροκλος Γερασιμάτος είχε βρεθεί ζωντανός, 49 ετών πλέον στην ηλικία. Οι Βρετανοί όταν έμαθαν για την περιπέτειά του ανέλαβαν τιμής ένεκεν εκείνοι την αεροπορική μεταφορά του πίσω στην Ελλάδα, συνοδεία μάλιστα και Βρετανίδας νοσοκόμου του ψυχιατρείου όπου νοσηλευόταν. Το τι έγινε φυσικά με την άφιξή του στην Ελλάδα δεν είναι εύκολο να περιγραφεί. Όχι μόνο η μάνα του και η οικογένειά του αλλά πολλοί και από το νησί του είχαν φτάσει να τον υποδεχθούν. Ο Πάτροκλος συνέχιζε να δείχνει ότι δεν καταλαβαίνει και να επαναλαμβάνει διαρκώς τα πλοία που ήταν μπαρκαρισμένος με το ίδιο ερώτημα πάντα στο τέλος «γιατί οι άνθρωποι θέλουν να με σκοτώσουν;». Ο Πάτροκλος νοσηλεύθηκε στην κλινική Μαρκομιχελάκη στην Ακτή Ποσειδώνος με έξοδα του Οίκου Ναύτου. Για πολλές οικογένειες οι συνέπειες του πολέμου διήρκεσαν για πολλά χρόνια μετά την επίσημη λήξη του. Ανάμεσά σε αυτές και η οικογένεια του Πάτροκλου Γερασιμάτου.
Εφημερίδα φωνή πειραιωτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..