Ως γνωστόν (μην το δένουμε και κόμπο πάντως), οι
δημοκρατικοί θεσμοί γεννήθηκαν στην Αθήνα και πρωτεργάτης τους ήταν ο
Κλεισθένης , γιος του Μεγακλή και της Αγαρίστης. Παρά λίγο όμως αυτός ο
Κλεισθένης να μην γεννιόταν ποτέ, αλλά να ξεφύτρωνε στην θέση του κάποιος άλλος, που μπορεί να
λεγόταν επίσης Κλεισθένης και να ήταν γιος της Αγαρίστης αλλά μπαμπάς του να ήταν
ο Ιπποκλείδης και να μην τον ένοιαζε καθόλου η Δημοκρατία. Ας τα πάρουμε όμως τα
πράγματα από την αρχή. Εκείνον τον καιρό, τον 6ο αιώνα τύραννος της σημαντικής
τότε πόλης της Συκυώνας (κοντά στο σημερινό Κιάτο) ήταν ο Κλεισθένης λαϊκής
καταγωγής πολιτικός, που πήρε την εξουσία υποστηριζόμενος από τους φτωχούς και
μεσαίους καλλιεργητές. Όπως οι περισσότεροι τύραννοι του καιρού του, στράφηκε
κατά των πλουσίων, τους έβαλε τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι και ανέδειξε την
Σικυώνα σε σημαντική δύναμη της Βόρειας Πελοποννήσου. Αυτός ο Κλεισθένης είχε
μία κόρη, την Αγαρίστη, την οποία, παρά την ταπεινή καταγωγή του, ονειρευόταν
να την παντρέψει με κάποιον γαμπρό από ονομαστό σόι. Έτσι, όταν η Αγαρίστη έφθασε
σε ηλικία γάμου (που εκείνα τα χρόνια ήταν μεταξύ 16 και 18 ετών), ο Κλεισθένης
κάλεσε στο παλάτι του τα παλικάρια των πιο ονομαστών οικογενειών ολόκληρου του
Πανελληνίου και τους φιλοξένησε αρχοντικά επί πολλούς μήνες, μελετώντας το
χαρακτήρα και την συμπεριφορά κάθε υποψήφιου γαμπρού. Στην πρόσκληση του
Κλεισθένη ανταποκρίθηκαν κάπου δεκατέσσερις. Ήρθαν οι υποψήφιοι από την Ιταλία,
ο Σμινδύρης από την Σύβαρη και ο Δάμασος από την Σίρη. Από την Επίδαμνο της Αδριατικής
ήρθε ο Αμφίμνηστος Επιστρόφου, ήρθα ακόμη ένας Αιτωλός, ένας Ηπειρώτης, ένας Θεσσαλός
και ένας από την Ερέτρια. Από την Πελοπόννησο φυσικά ήρθαν οι περισσότεροι:
πέντε γαμπροί, με επιφανέστερο τον Λεωκύδη του Φείδωνος, βασιλιά του Άργους.
Ήρθαν και δύο Αθηναίοι, ο Ιπποκλείδης Τεισάνδρου και ο Μεγακλής Αλκμαίωνος. Από
την αρχή φάνηκε η υπεροχή του Ιπποκλείδη. Εκτός του ότι καταγόταν από τους Κυψελίδες
της Κορίνθου, ήταν πιο όμορφος, πιο έξυπνος, και πιο αθλητικός από όλους. Ήταν επίσης
μεγάλος γλετζές, αλλά αυτό για τους Έλληνες ήτα προσόν και όχι ελάττωμα. Την
τελευταία βραδιά της φιλοξενίας, ο Κλεισθένης που είχε σχεδόν καταλήξει στην
επιλογή του Ιπποκλείδη, που είχε πιει περισσότερο από το κανονικό, μέθυσε για
τα καλά, διέταξε ένας αυλητή να του παίζει και άρχισε να χορεύει μόνος του.
Στην αρχή χόρεψε λακωνικούς χορούς, κατόπιν αττικούς, εν συνεχεία τον κόρδακα
(ένα είδος τσιφτετέλι) και στο τέλος φώναξε και έφεραν ένα μεγάλο τραπέζι,
ανέβηκε πάνω κι άρχισε να χορεύει πρώτα με τα πόδια και ύστερα με τα … χέρια
στηρίζοντας το κεφάλι του στο τραπέζι και κουνώντας τα πόδια του στον αέρα στο
ρυθμό της μουσική. Σημείωση σημαντική οι αρχαίοι Έλληνες δεν φορούσαν σώβρακα
και παντελόνια. Ο Κλεισθένης που από την αρχή του χορού παρακολουθούσε με
μεγάλη δυσφορία τα καμώματα του μέλλοντος γαμπρού του, στο σημείο αυτό έχασε
την υπομονή του. Έξω φρενών σταμάτησε τον αυλητή και φώναξε στον χορευτή:
<< Ω παι Τεισάνδρου απωρχήσαο γε μιν τον γάμον>> (Γιε του
Τεισάνδρου, με το χορό σου έχασες το γάμο) Του Ιπποκλείδη δε ίδρωσε το αυτί του
και απάντησε ανέμελα στον αμφιτρύωνά του: <<Ού φροντίς Ιπποκλείδη>>
(Δεν σκοτίζεται ο Ιπποκλείδης) Έτσι ο Κλεισθένης, αφού αποχαιρέτησε τους καλεσμένους
του, δίνοντας στον καθένα τους (και στον Ιπποκλείδη) πλούσια δώρα, κράτησε για
γαμπρό του τον άλλο Αθηναίο υποψήφιο, τον Μεγακλή τους Αλκμαίωνος, που τον
πάντρεψε με την Αγαρίστη. Από το γάμο τους γεννήθηκε ένας γιος που πήρε το
όνομα του παππού του Κλεισθένης Μεγακλέους, ο οποίος πρωτοστάτησε στην εκδίωξη
των Πεισιστρατίδων και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας στην Αθήνα. Μία κόρη του
νεώτερου Κλεισθένη λεγόταν επίσης Αγαρίστη και ήταν η γιαγιά του Περικλή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..