Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Γύρω από το Καζάνι, του Δ. Ψαθά.




Κι όμως είναι και σωστό να λέμε και ευχαριστώ.

Τραγουδούν πειναλέοι οι ηθοποιοί στις επιθεωρήσεις και τους χειροκροτούν πειναλέα τα πλήθη των θεατών. Δόξα σοι ο Θεός μας έλειψαν τα πάντα, έξω από δύο είδη: Το θέατρο και το χιούμορ. Είναι, λοιπόν, το καζάνι. Κι ενώ στέκεσαι ουρά κρατώντας την κατσαρόλα σου, το κοιτάς πλημμυρισμένος από γοητεία και η σκέψη σου, βουτώντας και ξανά βουτώντας χαρούμενη μέσα στα φασόλια, φτερουγίζει γύρω του αφού τινάξει τα
φτερά της αποστραγγίζει τα ζουμιά, αίρεται στα ύψη: Πόσο ωραίο πράγμα είναι, αλήθεια, ένα καζάνι αχνιστό; Το σχήμα πρώτα- πρώτα. Ποια γραμμή μια περισσότερο μιλά περισσότερο στα συναισθήματα του ανθρώπου από την συναρπαστική γραμμή του καζανιού, την απαλή και στερεή που σχηματίζει το γοητευτικό του κοίλωμα! Τραγούδησαν όλοι οι ποιητές σε όλους τους αιώνες την γραμμή της γυναίκας κι εξάντλησαν τον ποιητικό τους οίστρο σε ύμνους ατελείωτους. Κι όμως ένα καζάνι γεμάτο είναι ό,τι ωραιότερο υπάρχει στον πλανήτη μας. Τι περιεχόμενο έχει μία γυναίκα; Αισθήματα; Τι να τα κάνεις; Το καζάνι περιέχει φασολάδα- αυτή την ίδια ουσία της ζωής. Και καθώς ανεβαίνει από μέσα του ο αχνός, ζεστός-ζεστός, καθώς τραβάει ψηλά και χάνεται, σου πλάθει την υποβλητική ατμόσφαιρα όπου μπορεί να ορμήσει μεθυσμένη η φαντασία σου και να ταξιδέψει με την μουσική υπόκρουση του ταμπουρά που παίζει ο ξελιγωμένος στόμαχός σου. Προσέχεις πως το βλέπουν; Με τι ευφροσύνη καρφώνεται το μάτι της κομψής δεσποινίδας στην κουτάλα, καθώς βουτάει στα τρίσβαθα του καζανιού, ανασκαλεύει τα φασόλια, περιφέρεται σε υποβρύχιες ευτυχισμένες βόλτες κι ύστερα ανασύρεται λαχταριστή με τα ζουμιά που τρέχουν αχνιστά για να αδειάσουν στο τενεκεδάκι της! Αν είναι δυνατόν να υπάρξει άλλη χαρά μεγαλύτερη στον κόσμο! Κοίτα πως ξεροκαταπίνει ο από πίσω κύριος! Κοίτα πως λάμπει το μάτι της από πιο πίσω σοβαρής κυρίας! Κοίτα πως τρέχουν τα σάλια του από πιο πίσω φαντάσματος. Ω, γύρω από το καζάνι ενώνονται τα όνειρα τα πανανθρώπινα γιατί στα ζεστά του βάθη κλείνει τι μέγα μυστικό της ζωής. Δώσε, ουρανέ, να βράζει πάντα για όλους τους ανθρώπους και θα δεις πως θα αλλάξει μορφή η ανθρωπότητα. Αλλά ξεχαστήκαμε. Ουρά ήταν στο καζάνι, όπως και σε όλα τα καζάνια των συσσιτίων που ιδρύθηκαν τελευταία και απομάκρυνα λιγάκι το αδιάκριτο φάσμα του θανάτου από το τραπέζι μας. Κι ήταν στη μέση της ουράς μία κυρία λιγνή, ξερή, κοκκαλιάρα. Αλλά μαχητική. Φαίνεται πως τα πάχη της τα έχασε και τα κιλά της και τις μαγούλες της –αλλά όχι και την γλώσσα της. Κρατούσε το τενεκεδάκι της και μουρμούριζε. Ανυπόμονη. Άνοιγε το καπάκι, το ξανάκλεινε, το ξανάνοιγε, φύσαγε στο βάθος του κουτιού, το ξανάκλεινε και ξανάρχιζε τα ίδια. Έξαφνα έβαλε φωνή:

-Καλέ τι είν’αυτά;

- Τι είναι κυρία μου;

-Καλέ δεν ντρεπόμαστε, καλέ;

-Γιατί, κυρία μου

Έμεινε μετέωρη η κουτάλα επάνω από το καζάνι κι έσταζαν τα φασουλόζουμα. Το πρόσωπο του κυρίου που την κρατούσε κι ήταν έτοιμος να την αδειάσει στο τενεκεδάκι κάποιας νόστιμης, άρχισε να κοκκινίζει.

- Γιατί; Ορίστε ερώτηση! Διότι κύριε δεν μοιράζεται δίκαια το φαγητό. Στην δεσποινίδα ξέρετε και στραγγίζετε καλά την κουτάλα σας. Εμένα μου την αδειάζετε με όλα τα ζουμιά. Μάλιστα κύριε!

Απόρησε η ουρά. Κι ύστερα καθώς είδε την κυρία να βγαίνει ορμητική από την σειρά της και να προχωρεί προς το καζάνι σείοντας απειλητικά το ντενεκεδάκι της στον αέρα ανησύχησε:

-Νάτα μα!

-Επεισόδια μας λείπουν!

-Δεν λέμε, δόξα σοι ο Θεός που βρίσκουμε μία κουταλιά φαί , παρά θέλουμε και πολυτέλειες. Έτσι είναι ο Ρωμιός. Αχάριστος!

Γύρισε η μαχητική:

-Δεν μιλάω στα κουτουρού, κύριοι μου. Και άλλη φορά τον είδα τον κύριο που περιποιείται την δεσποινίδα ιδιαιτέρως. Επειδή του γυαλίζει. Στεγνά-στεγνά, παρακαλώ, τα φασόλια φίλων και γνωστών. Στραγγισμένα! Και σους ρέστους τα ζουμιά!

Στο μεταξύ βέβαια ο κύριος με την κουτάλα έβραζε:

-Μας αφήνετε ήσυχους κυρία μου;

-Μπα; Αγριεύεται κιόλας; Εβόησε η μαχητική κυρία. Ωραίο είναι αυτό. Φτάνει που καλοτρώτε εδώ μέσα εσείς και παίρνετε την μερίδα του λέοντος. Η εξυπηρέτηση των φίλων και γνωστών και συγγενών και δεσποινίδων  που γυαλίζουν μπορούσε να μείνει.

Εβόησε η ουρά:

-Ω,ωωωω!

Έξω φρενών έγινε ο κύριος:

- Είναι ένα παλιογύναικο!

-Εγώ είμαι παλιογύναικο; Άκου θράσος και αναίδεια να βρίζει! Μπορείτε να μου πείτε κύριε, πως συνέβη να έχετε μπει μόλις προ δύο εβδομάδων σαν τσίχλα εδώ μέσα και τώρα να έχετε γίνει ολοστρόγγυλος; Ποιο θαύμα εμεσολάβησε; Γιατί δεν παχαίνουμε και εμείς, παρακαλώ;

Εδώ πλέον τα πράγματα δεν σήκωναν συζήτηση. Ώρμησε με την κουτάλα υψωμένη εναντίον της μαχητικής κυρίας ο κουταλοφόρος:

-Παλιοθήλυκο!

-Λωποδύτη!

-Γλωσσοκοπάνα!

-Φασουλοκλέφτη! Χτύπα ντε! Κατέβασε την κουτάλα να δεις τι γίνεται εδώ μέσα. Μπρός!

Είδαν οι άλλοι το μάτι του κουταλοφόρου να θολώνει και κατάλαβαν ότι το κακό σίγουρα θα γινόταν. Και δεν σκοτιζόταν, βέβαια, κανείς εκείνη τη στιγμή μήπως τυχόν έμενε στον τόπο η κυρία. Αλά ο μεγάλος κίνδυνος ήταν μήπως τυχόν  και ματαιονόταν η διανομή του συσσιτίου. Έπεσαν λοιπόν στην μέση:

-Για το όνομα του Θεού!

-Ντροπή!

-Πίσω, κυρία μου, για το όνομα της Παναγίας!

Και απομάκρυναν βέβαια και την κυρία πέρα από την ακτίνα δράσεως του συσσιτιάρχη, αλλά κανένας δεν μπορούσε να της κλείσει το στόμα. Υπέβαλε και μήνυση. Εδώ έκλεβαν άλλοι και άλλοι ολόκληρες αποθήκες και βρέθηκαν σε σπίτια διευθυντών συσσιτίων τσουβάλια από φασόλια και ρεβίθια. Τι να καταδικάσουν τον δυστυχή συττιτιάρχη που έπαιρνε τρία ή πέντε ή δέκα ντενεκεδάκια παραπάνω; Αθώος βγήκε λόγω αμφιβολιών.

Κι ανέκραξε η μηνύτρια:

-Ωραία απόφασις. Εποχή της πείνας και της λωποδυσίας! Τι περιμένετε;

Κείμενο του Δ. Ψαθά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..