Αναμφίβολα, ο Κλιντ Ίστγουντ σκηνοθετεί με ιδιαίτερη μαεστρία τις ιστορίες ηρωισμού, που τα τελευταία χρόνια τον έχουν συνεπάρει σχεδόν ολοκληρωτικά. Έχει παραδεχτεί, εξάλλου, ότι
δεν υπάρχει τίποτα που να τον παθιάζει περισσότερο από εκείνους που έχουν γεννηθεί ήρωες και προστάτες των άλλων, χωρίς καν να το γνωρίζουν. Είναι οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι που ωθούνται από τύχη στην προσωπική υπέρβαση και στην αυτοθυσία.
Όπως είναι φυσικό, λοιπόν, όταν ο ομογενής Άλεξ Σκαρλάτος του έστειλε το βιβλίο στο οποίο περιγράφει την περιπέτεια που βίωσε στο γαλλικό τρένο το 2015, ο 86χρονος σκηνοθέτης ανταποκρίθηκε. Υπενθυμίζουμε πως τότε ο Σκαρλάτος και δυο παιδικοί φίλοι του απέτρεψαν τρομοκρατική επίθεση, σώζοντας τους 550 συνεπιβάτες τους.
Ο Ίστγουντ, όχι μόνο διάβασε το βιβλίο, αλλά κάλεσε και τους συγγραφείς του στο σπίτι του και τους πρότεινε να μεταφέρει το βιβλίο στη μεγάλη οθόνη. Σε μια τολμηρή και πρωτόγνωρη για τον κινηματογράφο κίνηση, ο Ίστγουντ αποφάσισε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή και ενώ είχε ήδη επιλέξει ηθοποιούς για τους ρόλους των τριών ηρώων, να κάνει τα πραγματικά πρόσωπα που βίωσαν αυτή την περιπέτεια πρωταγωνιστές της ταινίας του. Παράλληλα, προσέλαβε νεότερους ηθοποιούς για να τους υποδυθούν στα εφηβικά χρόνια τους.
Αν και έχει κρατήσει επτασφράγιστο μυστικό τη δομή της ταινίας, είναι γνωστό ότι αυτή θα περιέχει πολλά φλας μπακ, στα παιδικά χρόνια του Άλεξ Σκαρλάτου, του Άντονι Σάντλερ και του Σπένσερ Στόουν, οι οποίοι μεγάλωσαν μαζί. Επίσης, θα περιλάβει και περιστατικά από τις διακοπές τους στην Ευρώπη, πριν ανεβούν στο τρένο. Η ταινία, που πλέον μετράει εβδομάδες για να κάνει παγκόσμια πρεμιέρα, θα έχει τον τίτλο «The 15.17 to Paris».
Άμστερνταμ-Παρίσι: Το ραντεβού με τη μοίρα
Τρείς παιδικοί φίλοι, λοιπόν, ταξίδευαν ανά την Ευρώπη σαν τους περιηγητές του 19ου αιώνα με τις υπερταχείες του 21ου. Με το τρένο πραγματοποιούσαν city hopping (ταξίδι από πόλη σε πόλη) στην καρδιά της Ευρώπης, από τη Βενετία μέχρι τη Βιέννη και από το Βερολίνο μέχρι την Αμβέρσα, έχοντας σχεδιάσει την ιδανική διαδρομή πάνω στις ράγες.
Η τελευταία τους στάση ήταν η Ελλάδα, γενέτειρα του παππού ενός εκ των τριών. Δεν θα μπορούσαν, όμως, να παραλείψουν την πόλη του φωτός, το Παρίσι. Έτσι, μπήκαν στο υπερσύγχρονο τρένο από το Άμστερνταμ, διανύοντας την απόσταση που χωρίζει τις δύο πόλεις, φορτωμένοι με τις φωτογραφικές μηχανές τους, βιβλία, χάρτες, τουριστικούς οδηγούς, υπνόσακους και άνετα παπούτσια. Μαζί τους ταξίδευαν και άλλοι 554 επιβάτες.
Μεταξύ πειραγμάτων, σιέστας και απόλαυσης της διαδρομής, ο Άλεξ Σκαρλάτος άκουσε έναν πολύ οικείο ήχο: το γέμισμα ενός όπλου. Είχε μόλις επιστρέψει από τον πρώτο χρόνο της θητείας του στο Αφγανιστάν, και το ταξίδι αυτό αποτελούσε μια προσπάθεια να ξεφύγει, έστω και για λίγο, από τέτοιους ήχους που στοίχειωναν τον ύπνο και τον ξύπνιο του.
Σηκώνοντας το βλέμμα του, αντίκρισε έναν νεαρό άνδρα που κρατούσε Καλάσνικοφ. «Ακούσαμε πυροβολισμούς και το τζάμι να σπάει πίσω μας. Τότε είδαμε έναν υπάλληλο του τρένου να τρέχει δίπλα μας, στον διάδρομο. Στη συνέχεια, είδαμε έναν ένοπλο να μπαίνει στο βαγόνι κρατώντας αυτόματο όπλο».
Την ώρα που το όπλιζε για να πυροβολήσει ο Άλεξ φώναξε: «Σπένσερ, πήγαινε!», ενώ και ο ίδιος έτρεχε προς την ίδια κατεύθυνση. Οι δύο φίλοι τον έριξαν κάτω και ο Άλεξ τον αφόπλισε. Ο ένοπλος, όμως, έβγαλε έναν χαρτοκόπτη και μαχαίρωσε τον φίλο του αρκετές φορές. Μετά την εμπλοκή και του τρίτου της παρέας, κατάφεραν να τον ρίξουν κάτω αναίσθητο και να τον δέσουν χειροπόδαρα.
Στα χνάρια του Έλληνα παππού
Ο Άλεξ Σκαρλάτος μεγάλωσε έχοντας ως ίνδαλμα τον παππού του Σωκράτη, παρότι δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει. Στα μάτια του, ήταν η επιτομή του αμερικανικού ονείρου και προσωπικός του ήρωας. Ως παιδί, ήταν εκείνος που ζάλιζε τον πατέρα του, Μανώλη, να διηγηθεί για χιλιοστή φορά σε αυτόν και στους αδελφούς του τις περιπέτειες του grand pappy, όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά.
Ο παππούς ήταν ένας γοητευτικός άνδρας που δεν έχασε το προσωπικό του στιλ και κουράγιο όταν πολέμησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον των Γερμανών και όταν αιχμαλωτίστηκε και τον μετέφεραν μαζί με άλλους αιχμαλώτους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην πόλη Επεντόρφ της Ανατολικής Γερμανίας. Δεν έχασε το κουράγιο του ούτε όταν, επειδή ήταν τεχνίτης, τον έβαλαν σε ένα εργοστάσιο που παρήγε αρβύλες για τον γερμανικό στρατό.
Εκεί γνώρισε την Ελσε, Γερμανίδα η οποία εργάζονταν στο ίδιο εργοστάσιο. Παντρεύτηκαν και απέκτησαν τρία παιδιά το Νίκο, τον Εμμανουήλ και τον Γιώργο. Μαζί έκαναν το δυσχερές ταξίδι από την Αλεξανδρούπολη στη μακρινή Αμερική, όπου, ως επιδέξιος τσαγκάρης άρχισε να δουλεύει νυχθημερόν για να προσφέρει ό,τι μπορεί στα τρία του αγόρια και στη σύζυγό το. Η οικογένεια, εξάλλου, ήταν πάντα η κινητήριος δύναμή του και ο λόγος για τον οποίο τόλμησε την ξενιτιά. Αυτή τη φορά, μάλιστα, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Αν και το μόνο που γνώριζε ο Άλεκ, όπως τον αποκαλούν συγγενείς και φίλοι, ήταν το Όρεγκον των ΗΠΑ, κατά έναν περίεργο τρόπο ένιωθε Έλληνας μέχρι το μεδούλι του. Συντηρούσε με κάθε τρόπο τη σύνδεσή του με τον παππού του Σωκράτη, που θυσίασε τα πάντα για το συμφέρον των απογόνων του, μπολιάζοντας τον ίδιο με ήθος και πνεύμα αυτοθυσίας.
Εθνικός ήρωας
Στα χνάρια του παππού, λοιπόν, βρισκόταν ο Άλεξ κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών τον Αύγουστο του 2015. Είχε επισκεφθεί ήδη τη Γερμανία, δείχνοντας στους παιδικούς φίλους του το μέρος όπου κρατήθηκε ο παππούς του από τους Γερμανούς, αλλά και το μέρος που γνωρίστηκε με τη γιαγιά του. Μετά από διάφορες στάσεις σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, η παρέα θα κατέληγε στην πατρίδα του, την Ελλάδα.
Ανυπομονούσε να δείξει στους φίλους του τη χώρα των προγόνων του. Εξάλλου, δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα επισκεπτόταν την Ελλάδα. Είχε παρακολουθήσει το 2004 τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Η τελευταία και σημαντικότερη στάση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Η ζωή είχε για αυτόν άλλα σχέδια, επιβεβαιώνοντας ένα ασήμαντο περιστατικό που ήρθε στο μυαλό του πολύ αργότερα.
Ένα fortune cookie (κουλουράκι της τύχης), στο οποίο μέσα αυτός που το τρώει βρίσκει και ένα αλληγορικό σημείωμα για το μέλλον του. Του Άλεξ τότε έγραφε: «Οι διακοπές σου θα καταλήξουν σε πελάγη χαράς και συγκίνησης». Εκτός της πληθώρας συναισθημάτων που τον κατέκλυσαν, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ίδιος είχε ραντεβού με την ιστορία, από αυτά που σπάνια έχει ένας κοινός θνητός…
Σήμερα, ο 22χρονος Άλεξ Σκαρλάτος θεωρείται εθνικός ήρωας στην Αμερική. Απολαμβάνει, καθημερινά, εκδηλώσεις λατρείας, όχι μόνο στο Όρεγκον όπου ζει, αλλά και σε κάθε πόλη που επισκέπτεται για να εξιστορήσει στην περιπέτειά του. Το βιβλίο που αποτέλεσε και το σενάριο της ταινίας έχει γίνει μπεστ σέλερ και ο ίδιος, «hot commodity» (δημοφιλές προϊόν) που λένε και οι Αμερικάνοι.
Ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα τους κάλεσε στον Λευκό Οίκο, όπου και εξήρε την «ηρωική» τους πράξη, η οποία απέτρεψε μια «πολύ χειρότερη τραγωδία». Ο Ντόναλντ Τραμπ τον εξήρε επίσης, ενώ έχει κερδίσει θαυμαστές και από τη συμμετοχή του στο ριάλιτι χορού. Συνεχίζει να υπηρετεί στην Αμερικανική Εθνοφρουρά (Army National Guard), όπου θα παραμείνει για δύο με τρία χρόνια. Σύμφωνα με τον πατέρα του, όμως, το όνειρό του είναι να γίνει αστυνομικός.
Παραδοσιακός τύπος
Ο Άλεξ δεν έχει τυφλωθεί από τη διασημότητα. Λατρεύει τα αδέλφια του, τον Πέτρο 24 ετών και τον Σόλωνα 20 ετών, και βεβαίως τον πατέρα του. Πηγαίνει στην εκκλησία κάθε Κυριακή και κάνει πλάκα, λέγοντας στους φίλους του ότι ο πατέρας του είναι αποφασισμένος να του βρει μια καλή Ελληνίδα να νοικοκυρευτεί.
Δεν δίστασε, μάλιστα, να δείξει στους διαδικτυακούς του φίλους ένα μήνυμα του πατέρα του, στο οποίο του προτείνει να επισκεφθεί ιστοσελίδα για γνωριμίες Ελλήνων του εξωτερικού με τίτλο: «Πώς να γνωρίσετε μια Ελληνίδα εκτός της εκκλησίας».
Όσο για την σχέση του με τον διάσημο σκηνοθέτη, φαίνεται ότι αυτή δεν περιορίζεται απλώς στο πλαίσιο της καλής συνεργασίας. Οι δύο άνδρες περνάνε πολύ χρόνο μαζί και εκτός γυρισμάτων. Εξάλλου, έχουν πολλά κοινά: αγαπάνε τα όπλα, είναι ρεπουμπλικάνοι, λατρεύουν τα γουέστερν και όπως είπε ο ίδιος ο Σκαρλάτος: «Ο Κλιντ Ίστγουντ είναι ο ήρωάς μου».
Πηγή
δεν υπάρχει τίποτα που να τον παθιάζει περισσότερο από εκείνους που έχουν γεννηθεί ήρωες και προστάτες των άλλων, χωρίς καν να το γνωρίζουν. Είναι οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι που ωθούνται από τύχη στην προσωπική υπέρβαση και στην αυτοθυσία.
Όπως είναι φυσικό, λοιπόν, όταν ο ομογενής Άλεξ Σκαρλάτος του έστειλε το βιβλίο στο οποίο περιγράφει την περιπέτεια που βίωσε στο γαλλικό τρένο το 2015, ο 86χρονος σκηνοθέτης ανταποκρίθηκε. Υπενθυμίζουμε πως τότε ο Σκαρλάτος και δυο παιδικοί φίλοι του απέτρεψαν τρομοκρατική επίθεση, σώζοντας τους 550 συνεπιβάτες τους.
Ο Ίστγουντ, όχι μόνο διάβασε το βιβλίο, αλλά κάλεσε και τους συγγραφείς του στο σπίτι του και τους πρότεινε να μεταφέρει το βιβλίο στη μεγάλη οθόνη. Σε μια τολμηρή και πρωτόγνωρη για τον κινηματογράφο κίνηση, ο Ίστγουντ αποφάσισε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή και ενώ είχε ήδη επιλέξει ηθοποιούς για τους ρόλους των τριών ηρώων, να κάνει τα πραγματικά πρόσωπα που βίωσαν αυτή την περιπέτεια πρωταγωνιστές της ταινίας του. Παράλληλα, προσέλαβε νεότερους ηθοποιούς για να τους υποδυθούν στα εφηβικά χρόνια τους.
Αν και έχει κρατήσει επτασφράγιστο μυστικό τη δομή της ταινίας, είναι γνωστό ότι αυτή θα περιέχει πολλά φλας μπακ, στα παιδικά χρόνια του Άλεξ Σκαρλάτου, του Άντονι Σάντλερ και του Σπένσερ Στόουν, οι οποίοι μεγάλωσαν μαζί. Επίσης, θα περιλάβει και περιστατικά από τις διακοπές τους στην Ευρώπη, πριν ανεβούν στο τρένο. Η ταινία, που πλέον μετράει εβδομάδες για να κάνει παγκόσμια πρεμιέρα, θα έχει τον τίτλο «The 15.17 to Paris».
Άμστερνταμ-Παρίσι: Το ραντεβού με τη μοίρα
Τρείς παιδικοί φίλοι, λοιπόν, ταξίδευαν ανά την Ευρώπη σαν τους περιηγητές του 19ου αιώνα με τις υπερταχείες του 21ου. Με το τρένο πραγματοποιούσαν city hopping (ταξίδι από πόλη σε πόλη) στην καρδιά της Ευρώπης, από τη Βενετία μέχρι τη Βιέννη και από το Βερολίνο μέχρι την Αμβέρσα, έχοντας σχεδιάσει την ιδανική διαδρομή πάνω στις ράγες.
Η τελευταία τους στάση ήταν η Ελλάδα, γενέτειρα του παππού ενός εκ των τριών. Δεν θα μπορούσαν, όμως, να παραλείψουν την πόλη του φωτός, το Παρίσι. Έτσι, μπήκαν στο υπερσύγχρονο τρένο από το Άμστερνταμ, διανύοντας την απόσταση που χωρίζει τις δύο πόλεις, φορτωμένοι με τις φωτογραφικές μηχανές τους, βιβλία, χάρτες, τουριστικούς οδηγούς, υπνόσακους και άνετα παπούτσια. Μαζί τους ταξίδευαν και άλλοι 554 επιβάτες.
Μεταξύ πειραγμάτων, σιέστας και απόλαυσης της διαδρομής, ο Άλεξ Σκαρλάτος άκουσε έναν πολύ οικείο ήχο: το γέμισμα ενός όπλου. Είχε μόλις επιστρέψει από τον πρώτο χρόνο της θητείας του στο Αφγανιστάν, και το ταξίδι αυτό αποτελούσε μια προσπάθεια να ξεφύγει, έστω και για λίγο, από τέτοιους ήχους που στοίχειωναν τον ύπνο και τον ξύπνιο του.
Σηκώνοντας το βλέμμα του, αντίκρισε έναν νεαρό άνδρα που κρατούσε Καλάσνικοφ. «Ακούσαμε πυροβολισμούς και το τζάμι να σπάει πίσω μας. Τότε είδαμε έναν υπάλληλο του τρένου να τρέχει δίπλα μας, στον διάδρομο. Στη συνέχεια, είδαμε έναν ένοπλο να μπαίνει στο βαγόνι κρατώντας αυτόματο όπλο».
Την ώρα που το όπλιζε για να πυροβολήσει ο Άλεξ φώναξε: «Σπένσερ, πήγαινε!», ενώ και ο ίδιος έτρεχε προς την ίδια κατεύθυνση. Οι δύο φίλοι τον έριξαν κάτω και ο Άλεξ τον αφόπλισε. Ο ένοπλος, όμως, έβγαλε έναν χαρτοκόπτη και μαχαίρωσε τον φίλο του αρκετές φορές. Μετά την εμπλοκή και του τρίτου της παρέας, κατάφεραν να τον ρίξουν κάτω αναίσθητο και να τον δέσουν χειροπόδαρα.
Στα χνάρια του Έλληνα παππού
Ο Άλεξ Σκαρλάτος μεγάλωσε έχοντας ως ίνδαλμα τον παππού του Σωκράτη, παρότι δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει. Στα μάτια του, ήταν η επιτομή του αμερικανικού ονείρου και προσωπικός του ήρωας. Ως παιδί, ήταν εκείνος που ζάλιζε τον πατέρα του, Μανώλη, να διηγηθεί για χιλιοστή φορά σε αυτόν και στους αδελφούς του τις περιπέτειες του grand pappy, όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά.
Ο παππούς ήταν ένας γοητευτικός άνδρας που δεν έχασε το προσωπικό του στιλ και κουράγιο όταν πολέμησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον των Γερμανών και όταν αιχμαλωτίστηκε και τον μετέφεραν μαζί με άλλους αιχμαλώτους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην πόλη Επεντόρφ της Ανατολικής Γερμανίας. Δεν έχασε το κουράγιο του ούτε όταν, επειδή ήταν τεχνίτης, τον έβαλαν σε ένα εργοστάσιο που παρήγε αρβύλες για τον γερμανικό στρατό.
Εκεί γνώρισε την Ελσε, Γερμανίδα η οποία εργάζονταν στο ίδιο εργοστάσιο. Παντρεύτηκαν και απέκτησαν τρία παιδιά το Νίκο, τον Εμμανουήλ και τον Γιώργο. Μαζί έκαναν το δυσχερές ταξίδι από την Αλεξανδρούπολη στη μακρινή Αμερική, όπου, ως επιδέξιος τσαγκάρης άρχισε να δουλεύει νυχθημερόν για να προσφέρει ό,τι μπορεί στα τρία του αγόρια και στη σύζυγό το. Η οικογένεια, εξάλλου, ήταν πάντα η κινητήριος δύναμή του και ο λόγος για τον οποίο τόλμησε την ξενιτιά. Αυτή τη φορά, μάλιστα, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Αν και το μόνο που γνώριζε ο Άλεκ, όπως τον αποκαλούν συγγενείς και φίλοι, ήταν το Όρεγκον των ΗΠΑ, κατά έναν περίεργο τρόπο ένιωθε Έλληνας μέχρι το μεδούλι του. Συντηρούσε με κάθε τρόπο τη σύνδεσή του με τον παππού του Σωκράτη, που θυσίασε τα πάντα για το συμφέρον των απογόνων του, μπολιάζοντας τον ίδιο με ήθος και πνεύμα αυτοθυσίας.
Εθνικός ήρωας
Στα χνάρια του παππού, λοιπόν, βρισκόταν ο Άλεξ κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών τον Αύγουστο του 2015. Είχε επισκεφθεί ήδη τη Γερμανία, δείχνοντας στους παιδικούς φίλους του το μέρος όπου κρατήθηκε ο παππούς του από τους Γερμανούς, αλλά και το μέρος που γνωρίστηκε με τη γιαγιά του. Μετά από διάφορες στάσεις σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, η παρέα θα κατέληγε στην πατρίδα του, την Ελλάδα.
Ανυπομονούσε να δείξει στους φίλους του τη χώρα των προγόνων του. Εξάλλου, δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα επισκεπτόταν την Ελλάδα. Είχε παρακολουθήσει το 2004 τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Η τελευταία και σημαντικότερη στάση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Η ζωή είχε για αυτόν άλλα σχέδια, επιβεβαιώνοντας ένα ασήμαντο περιστατικό που ήρθε στο μυαλό του πολύ αργότερα.
Ένα fortune cookie (κουλουράκι της τύχης), στο οποίο μέσα αυτός που το τρώει βρίσκει και ένα αλληγορικό σημείωμα για το μέλλον του. Του Άλεξ τότε έγραφε: «Οι διακοπές σου θα καταλήξουν σε πελάγη χαράς και συγκίνησης». Εκτός της πληθώρας συναισθημάτων που τον κατέκλυσαν, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ίδιος είχε ραντεβού με την ιστορία, από αυτά που σπάνια έχει ένας κοινός θνητός…
Σήμερα, ο 22χρονος Άλεξ Σκαρλάτος θεωρείται εθνικός ήρωας στην Αμερική. Απολαμβάνει, καθημερινά, εκδηλώσεις λατρείας, όχι μόνο στο Όρεγκον όπου ζει, αλλά και σε κάθε πόλη που επισκέπτεται για να εξιστορήσει στην περιπέτειά του. Το βιβλίο που αποτέλεσε και το σενάριο της ταινίας έχει γίνει μπεστ σέλερ και ο ίδιος, «hot commodity» (δημοφιλές προϊόν) που λένε και οι Αμερικάνοι.
Ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα τους κάλεσε στον Λευκό Οίκο, όπου και εξήρε την «ηρωική» τους πράξη, η οποία απέτρεψε μια «πολύ χειρότερη τραγωδία». Ο Ντόναλντ Τραμπ τον εξήρε επίσης, ενώ έχει κερδίσει θαυμαστές και από τη συμμετοχή του στο ριάλιτι χορού. Συνεχίζει να υπηρετεί στην Αμερικανική Εθνοφρουρά (Army National Guard), όπου θα παραμείνει για δύο με τρία χρόνια. Σύμφωνα με τον πατέρα του, όμως, το όνειρό του είναι να γίνει αστυνομικός.
Παραδοσιακός τύπος
Ο Άλεξ δεν έχει τυφλωθεί από τη διασημότητα. Λατρεύει τα αδέλφια του, τον Πέτρο 24 ετών και τον Σόλωνα 20 ετών, και βεβαίως τον πατέρα του. Πηγαίνει στην εκκλησία κάθε Κυριακή και κάνει πλάκα, λέγοντας στους φίλους του ότι ο πατέρας του είναι αποφασισμένος να του βρει μια καλή Ελληνίδα να νοικοκυρευτεί.
Δεν δίστασε, μάλιστα, να δείξει στους διαδικτυακούς του φίλους ένα μήνυμα του πατέρα του, στο οποίο του προτείνει να επισκεφθεί ιστοσελίδα για γνωριμίες Ελλήνων του εξωτερικού με τίτλο: «Πώς να γνωρίσετε μια Ελληνίδα εκτός της εκκλησίας».
Όσο για την σχέση του με τον διάσημο σκηνοθέτη, φαίνεται ότι αυτή δεν περιορίζεται απλώς στο πλαίσιο της καλής συνεργασίας. Οι δύο άνδρες περνάνε πολύ χρόνο μαζί και εκτός γυρισμάτων. Εξάλλου, έχουν πολλά κοινά: αγαπάνε τα όπλα, είναι ρεπουμπλικάνοι, λατρεύουν τα γουέστερν και όπως είπε ο ίδιος ο Σκαρλάτος: «Ο Κλιντ Ίστγουντ είναι ο ήρωάς μου».
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..