Κι ενός απ᾽ τους δεσμοφύλακες, λένε οι Χερσονησίτες, ενώ έψηνε καπνιστά ψάρια, του συνέβη το εξής πρωτάκουστο: τα καπνιστά ψάρια που ήταν πάνω στη φωτιά πήραν να χοροπηδούν και να σπαρταρούν σαν ψάρια που εκείνη τη στιγμή βγήκαν απ᾽ το δίχτυ. Κι ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω του κι έμεναν με
το στόμα ανοιχτό, όμως ο Αρταΰκτης, μόλις είδε το πρωτάκουστο φαινόμενο, κάλεσε αυτόν που έψηνε τα καπνιστά ψάρια και του είπε: «Ξένε Αθηναίε, μην έχεις κανένα φόβο γι᾽ αυτό το παράδοξο· γιατί δεν έχει να κάνει μ᾽ εσένα, αλλά σ᾽ εμένα στέλνει μήνυμα ο Πρωτεσίλαος, ο ημίθεος του Ελαιούντα, ότι, και πεθαμένος και ταριχευμένος που είναι, οι θεοί τού δίνουν δύναμη να πάρει εκδίκηση απ᾽ τον αδικητή του. Λοιπόν τώρα είμαι πρόθυμος να καταθέσω τα εξής λύτρα: στη θέση των θησαυρών που πήρα απ᾽ το ναό, να καταθέσω στο θεό εκατό τάλαντα, και τη ζωή μου και τη ζωή του γιου μου θα την εξαγοράσω δίνοντας διακόσια τάλαντα στους Αθηναίους, αν σωθώ». Μ᾽ αυτές τις υποσχέσεις δεν έπειθε τον στρατηγό Ξάνθιππο· γιατί οι κάτοικοι του Ελαιούντα, θέλοντας να πάρουν εκδίκηση για τον Πρωτεσίλαο, του ζητούσαν να τον αποτελειώσει, κι η σκέψη του στρατηγού πορευόταν στην ίδια κατεύθυνση. Κι αφού τον πήραν και τον πήγαν στο ακρωτήριο, όπου ο Ξέρξης έδεσε τις πλωτές γέφυρες (κι άλλοι λένε στο λόφο που υψώνεται πάνω απ᾽ την πόλη της Μαδύτου), τον κρέμασαν ψηλά καρφωμένο σε σανίδες, ενώ το γιο του τον σκότωσαν μπροστά στα μάτια του Αρταΰκτη με λιθοβολισμό.
Ηροδότου Ιστορίαι, βιβλίο Ι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..