Του Χριστόφορου Κάσδαγλη
Σύντομες αλλά περιεκτικές οδηγίες αυτοάμυνας απέναντι σε ένα ισχυρό όπλο που χρησιμοποιείται για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Προχτές Σάββατο, χτύπησε μεσημεριάτικα το σταθερό τηλέφωνο. Αυτή τη φορά, το τηλεφώνημα δεν προερχόταν από τράπεζα, ούτε από εισπρακτική εταιρεία, αλλά ούτε και από δικηγορικό γραφείο.
- Σας τηλεφωνούμε από την εταιρεία
δημοσκοπήσεων Τάδε. Έχετε λίγο χρόνο να απαντήσετε σε μερικές ερωτήσεις για μια πολιτική σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης;
Δεν είχα χρόνο, αλλά το παρέβλεψα. Δεν χάνονται τέτοιες ευκαιρίες…
Με ρώτησαν αν δουλεύω σε κάποιο κόμμα. Αν δουλεύω σε εταιρεία δημοσκοπήσεων. Αν δουλεύω σε διαφημιστική εταιρεία. Απάντησα ειλικρινά και στις τρεις ερωτήσεις όχι.
Δεν με ρώτησαν αν είμαι δημοσιογράφος, αλλά για να είμαι τουλάχιστον απέναντί σας ειλικρινής, θα απαντούσα και σ’ αυτή την ερώτηση όχι. Όπως θα έχει ήδη γίνει αντιληπτό, ΗΘΕΛΑ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΩ ΣΤΗ ΣΦΥΓΜΟΜΕΤΡΗΣΗ. Είχα το σχέδιό μου.
Με ρώτησαν σε ποια περιφέρεια ψηφίζω. Απάντησα (ειλικρινά) στην Α’ Αθηνών. Σε ποιο διαμέρισμα; Απάντησα (πάλι ειλικρινά) ότι δεν έχω ιδέα. Έπειτα από ορισμένες διευκρινιστικές ερωτήσεις, η κυρία στην άλλη άκρη της γραμμής κατέληξε ότι ανήκω στο Β’ διαμέρισμα. Δεν είχα λόγο να το αμφισβητήσω.
Έπειτα, μπήκαμε στο ψητό:
-Τι κόμμα ψηφίσατε στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές;
- …Νέα Δημοκρατία.
- Τι κόμμα ψηφίσατε στις Ευρωεκλογές;
- …Το Ποτάμι.
-Εάν αυτό το Σαββατοκύριακο γίνονταν βουλευτικές εκλογές, τι κόμμα θα ψηφίζατε;
- ΣΥΡΙΖΑ!
- Υπήρχε περίπτωση να ψηφίζατε Νέα Δημοκρατία; (Στη συγκεκριμένη ερώτηση προσφέρονταν στον ερωτώμενο ορισμένες εναλλακτικές διαβαθμίσεις)
- Όχι!
Ας εξηγηθώ. Ως πολιτικός αναλυτής, λαμβάνω σοβαρά υπόψη μου τις δημοσκοπήσεις. Δεν είναι ότι τις παίρνω τοις μετρητοίς, αλλά τις θεωρώ χρήσιμο εργαλείο ανάλυσης, κυρίως ως προς τις τάσεις που διαμορφώνονται στο εκλογικό σώμα. Τις παίρνω επίσης υπόψη μου με το σκεπτικό ότι διαβάζονται από αρκετόν κόσμο, ο οποίος σε κάποιο βαθμό επηρεάζεται απ’ αυτές. Δεν μου διαφεύγει ακόμα ότι για διάφορους λόγους που έχουν κυρίως να κάνουν με τη ρευστότητα της πολιτικής συγκυρίας, αλλά και με τις τεχνικές παραμέτρους της στάθμισης του δείγματος ειδικά στις τηλεφωνικές έρευνες, οι δημοσκοπήσεις τα τελευταία χρόνια δεν έχουν ιδιαίτερη αξιοπιστία.
Γεννάται βεβαίως το ερώτημα, με βάση τις παραπάνω εξηγήσεις, για ποιο λόγο να παραπλανήσω την ταλαίπωρη ερευνήτρια, και κατ’ επέκταση την εταιρεία, κι ακόμα παραπέρα τον πελάτη της που χρηματοδότησε την έρευνα. Ιδίως από τη στιγμή που ο ίδιος ομολογώ ότι προσωπικά δεν απέχω από τη χρήση των δημοσκοπήσεων.
Ναι, αλλά όλ’ αυτά αφορούν τα κόμματα, τις διαφημιστικές εταιρείες, τα μεγάλα ΜΜΕ, όλους εκείνους τελικά που έχουν τα κεφάλαια και το κίνητρο να χρηματοδοτούν έρευνες της κοινής γνώμης. Δεν το κάνουν για λόγους δημοκρατίας, επειδή σέβονται και θέλουν να πάρουν υπόψη τα «θέλω» των πολιτών, το κάνουν για να επιχειρήσουν να αποκωδικοποιήσουν τη συμπεριφορά τους ώστε να τους χειραγωγήσουν, με το ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Μπορεί, λοιπόν, ως δημοσιογράφος να μετέχω σε ένα βαθμό στη διαχείριση της γνώσης που απορρέει από τα δημοσκοπικά ευρήματα. Ως πολίτης, όμως, δεν έχω κανένα συμφέρον να τους διευκολύνω όλους αυτούς στο έργο τους, να τους δίνω πόντους από το σκοινί με το οποίο προτίθενται να με κρεμάσουν, να μανουβράρουν έτσι τα πράγματα ώστε να μετατοπίσουν μικρά έστω τμήματα του εκλογικού σώματος, τα οποία ωστόσο ενδέχεται να φανούν καταλυτικά σε ένα οριακό πολιτικό διακύβευμα.
Ειδικά η τελευταία ερώτηση της συγκεκριμένης έρευνας («Υπάρχει περίπτωση να ψηφίσετε Νέα Δημοκρατία;») υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται καν για μία από τις σφυγμομετρήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, αλλά είναι από εκείνες που προορίζονται για χρήση των κομματικών επιτελείων και των διαφημιστικών και άλλων εταιρειών που τα υποστηρίζουν. Για μια γνώση που κρύβεται σε κομματικά συρτάρια, και μονοπωλείται με αποκλειστικό σκοπό τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης.
Σε αρκετές άλλες περιπτώσεις πάλι, οι δημοσκοπήσεις προορίζονται μεν για δημοσιοποίηση, υπό την αυστηρή προϋπόθεση όμως ότι τα ευρήματα εξυπηρετούν τις επιδιώξεις εκείνου που τις χρηματοδότησε. Εφόσον δεν βολεύουν, τα ευρήματα αποσιωπώνται ή τυγχάνουν απολύτως επιλεκτικής χρήσεως.
Στο στρατό μάς έλεγαν ότι αν συλληφθούμε αιχμάλωτοι είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε στον εχθρό μονάχα το ονοματεπώνυμο και τον βαθμό μας – τίποτ’ άλλο.
Σ’ αυτόν τον ιδιότυπο πόλεμο στον οποίο αυτή τη δύσκολη εποχή μετέχουμε, είναι προτιμότερο να μην παρέχουμε στον αντίπαλο ούτε αυτές τις ελάχιστες πληροφορίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ρίξε και εσύ μια αλήθεια ή ένα ψέμα ή κι ακόμα άλλη μιά αοριστία..